σκιρτάω: Difference between revisions
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκιρτάω''': Ἰων. –έω· Ὀππ. Κυν. 4. 342· - [[εἶδος]] θαμιστικοῦ τύπου τοῦ [[σκαίρω]], ἀναπηδῶ, πηδῶ, τινάσσομαι, «τσινῶ», ἐπὶ νέων ἵππων, αἱ δ’ ὅτε μὲν σκιρτῷεν ἐπὶ ζείδωρον ἄρρουραν.., ἀλλ’ ὅτε δὴ σ. ἐπ’ εὑρέα νῶτα θαλάσσης Ἰλ. Υ. 226 κἑξ.· πῶλοι ἐσκίρτων φόβῳ Εὐρ. Φοίν. 1125· ἐπὶ αἰγῶν, Θεογρ. 1. 152· ἐπὶ τῶν Βακχῶν, Εὐρ. Βάκχ. 446· ὀρχεῖσθε καὶ σκ. καὶ χορεύετε Ἀριστοφ. Πλ. 761, πρβλ. Σφ. 1305· ἅλλεσθαι καὶ σκ. Πλάτ. Νόμ. 653Ε· εἶμαι [[ἀνυπότακτος]], [[ἀκατάστατος]], [[ἀκυβέρνητος]], [[ἀπεριόριστος]], Εὐρ. Ἀποσπ. 364. 31, Πλάτ. Πολ. 571C, κτλ.· - μεταφορ., σκιρτᾷ δ’ ἀνέμων πνεύματα πάντων Αἰσχύλ. Πρ. 1086. – Καθ’ Ἡσύχ. : «ἅλλεται, κινεῖται, ὀρχεῖται, τρέχει, ἀναστρέφεται». | |lstext='''σκιρτάω''': Ἰων. –έω· Ὀππ. Κυν. 4. 342· - [[εἶδος]] θαμιστικοῦ τύπου τοῦ [[σκαίρω]], ἀναπηδῶ, πηδῶ, τινάσσομαι, «τσινῶ», ἐπὶ νέων ἵππων, αἱ δ’ ὅτε μὲν σκιρτῷεν ἐπὶ ζείδωρον ἄρρουραν.., ἀλλ’ ὅτε δὴ σ. ἐπ’ εὑρέα νῶτα θαλάσσης Ἰλ. Υ. 226 κἑξ.· πῶλοι ἐσκίρτων φόβῳ Εὐρ. Φοίν. 1125· ἐπὶ αἰγῶν, Θεογρ. 1. 152· ἐπὶ τῶν Βακχῶν, Εὐρ. Βάκχ. 446· ὀρχεῖσθε καὶ σκ. καὶ χορεύετε Ἀριστοφ. Πλ. 761, πρβλ. Σφ. 1305· ἅλλεσθαι καὶ σκ. Πλάτ. Νόμ. 653Ε· εἶμαι [[ἀνυπότακτος]], [[ἀκατάστατος]], [[ἀκυβέρνητος]], [[ἀπεριόριστος]], Εὐρ. Ἀποσπ. 364. 31, Πλάτ. Πολ. 571C, κτλ.· - μεταφορ., σκιρτᾷ δ’ ἀνέμων πνεύματα πάντων Αἰσχύλ. Πρ. 1086. – Καθ’ Ἡσύχ. : «ἅλλεται, κινεῖται, ὀρχεῖται, τρέχει, ἀναστρέφεται». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />sauter, bondir <i>en parl. de chevreaux, de bacchantes, du vent</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG de [[σκαίρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. σκιρτ-έω Opp.C.4.342:—Frequentat. of σκαίρω,
A spring, leap, bound, of young horses, αἱ δ' ὅτε μὲν σκιρτῷεν ἐπὶ ζείδωρον ἄρουραν... ἀλλ' ὅτε δὴ σ. ἐπ' εὐρέα νῶτα θαλάσσης Il.20.226,228; πῶλοι ἐσκίρτων φόβῳ E.Ph.1125; of goats, Theoc.1.152; of the Bacchae, E.Ba. 446; ὀρχεῖσθε καὶ σ. καὶ χορεύετε Ar.Pl.761, cf.V.1305; ἅλλεσθαι καὶ σ. Pl.Lg.653e: also of wind, σκιρτᾷ δ' ἀνέμων πνεύματα πάντων A.Pr. 1085 (anap.). 2 metaph., to be skittish, unruly, E.Fr.362.31, Pl.R. 571c, etc.
German (Pape)
[Seite 900] (verwandt mit σκαίρω), hüpfen, springen, tanzen; von Pferden, ὅτε σκιρτῷεν ἐπὶ ζείδωρον ἄρουραν, ἐπ' εὐρέα νῶτα θαλάσσης, Il. 20, 226. 228, so oft sie über die Erde, über das Meer dahin sprangen; πῶλοι δρομάδες ἐσκίρτων φόβῳ, Eur. Phoen. 1132; vom Winde, σκιρτᾷ δ' ἀνέμων πνεύματα πάντων, Aesch. Prom. 1087; Ar. Nubb. 1061 Vesp. 1305; öfter bei Plat., der auch ἁλλόμενα καὶ σκιρτῶντα vrbdt, Legg. II, 653 e; Sp., wie Luc. Mar. D. 15, 2.
Greek (Liddell-Scott)
σκιρτάω: Ἰων. –έω· Ὀππ. Κυν. 4. 342· - εἶδος θαμιστικοῦ τύπου τοῦ σκαίρω, ἀναπηδῶ, πηδῶ, τινάσσομαι, «τσινῶ», ἐπὶ νέων ἵππων, αἱ δ’ ὅτε μὲν σκιρτῷεν ἐπὶ ζείδωρον ἄρρουραν.., ἀλλ’ ὅτε δὴ σ. ἐπ’ εὑρέα νῶτα θαλάσσης Ἰλ. Υ. 226 κἑξ.· πῶλοι ἐσκίρτων φόβῳ Εὐρ. Φοίν. 1125· ἐπὶ αἰγῶν, Θεογρ. 1. 152· ἐπὶ τῶν Βακχῶν, Εὐρ. Βάκχ. 446· ὀρχεῖσθε καὶ σκ. καὶ χορεύετε Ἀριστοφ. Πλ. 761, πρβλ. Σφ. 1305· ἅλλεσθαι καὶ σκ. Πλάτ. Νόμ. 653Ε· εἶμαι ἀνυπότακτος, ἀκατάστατος, ἀκυβέρνητος, ἀπεριόριστος, Εὐρ. Ἀποσπ. 364. 31, Πλάτ. Πολ. 571C, κτλ.· - μεταφορ., σκιρτᾷ δ’ ἀνέμων πνεύματα πάντων Αἰσχύλ. Πρ. 1086. – Καθ’ Ἡσύχ. : «ἅλλεται, κινεῖται, ὀρχεῖται, τρέχει, ἀναστρέφεται».
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
sauter, bondir en parl. de chevreaux, de bacchantes, du vent.
Étymologie: DELG de σκαίρω.