δυναστευτικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig
(6_11) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δῠναστευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ὅμοιος]] πρὸς δυνάστην, [[αὐθαίρετος]], ἀντίθ. [[πολιτικός]], Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 13, πρβλ. 4. 14. 7, 5. 6, 11. | |lstext='''δῠναστευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ὅμοιος]] πρὸς δυνάστην, [[αὐθαίρετος]], ἀντίθ. [[πολιτικός]], Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 13, πρβλ. 4. 14. 7, 5. 6, 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui convient au pouvoir absolu, <i>ou</i> au possesseur d’un pouvoir absolu.<br />'''Étymologie:''' [[δυναστεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A arbitrary, ὀλιγαρχία Arist.Pol.1298a32; oligarchical, αἵρεσις ib. 1306a18; ἰατρεία (opp. πολιτική) ib.1272b3; πόλεις καὶ χῶραι Phld.Rh.2.145 S.; λόγος Plu.2.818a; tyrannical, δούλωσις Porph.Abst.1.8.
German (Pape)
[Seite 673] den δυνάστης betreffend, Arist, pol. 2, 10 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δῠναστευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ὅμοιος πρὸς δυνάστην, αὐθαίρετος, ἀντίθ. πολιτικός, Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 13, πρβλ. 4. 14. 7, 5. 6, 11.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui convient au pouvoir absolu, ou au possesseur d’un pouvoir absolu.
Étymologie: δυναστεύω.