δωροδοκία: Difference between revisions
πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)
(6_11) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δωροδοκία''': ἡ, τὸ δέχεσθαι δῶρα ἐπὶ διάφθορᾷ, [[συχν]]. παρὰ τοῖς ῥήτορσιν, ὡς Ἀνδοκ. 33. 11· δωροδοκίαν καταγνῶναί τινος Λυκοῦργ. 163. 34· δωροδοκίας κατηγορεῖν Αἰσχίν. 28. 12· πρβλ. [[δῶρον]] Ι. 2. | |lstext='''δωροδοκία''': ἡ, τὸ δέχεσθαι δῶρα ἐπὶ διάφθορᾷ, [[συχν]]. παρὰ τοῖς ῥήτορσιν, ὡς Ἀνδοκ. 33. 11· δωροδοκίαν καταγνῶναί τινος Λυκοῦργ. 163. 34· δωροδοκίας κατηγορεῖν Αἰσχίν. 28. 12· πρβλ. [[δῶρον]] Ι. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />corruption par des présents, vénalité.<br />'''Étymologie:''' [[δωροδόκος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A taking of bribes, freq. in Oratt., as And.4.30; δωροδοκίαν καταγνῶναί τινος Lys. 21.21; -ίας κατηγορεῖν Aeschin.2.3: pl., ibid.; also, giving of bribes, corruption, in pl., D.C.39.55, 50.7.
German (Pape)
[Seite 695] ἡ, die Annahme eines Geschenkes, Bestechlichkeit; καταγνῶναί τινος Lys. 21, 21; Din. 2, 5; δωροδοκίας κατηγορεῖν Aesch. 1, 3; Pol. 18, 7, 7 u. Sp. – Das Geben eines Geschenkes, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
δωροδοκία: ἡ, τὸ δέχεσθαι δῶρα ἐπὶ διάφθορᾷ, συχν. παρὰ τοῖς ῥήτορσιν, ὡς Ἀνδοκ. 33. 11· δωροδοκίαν καταγνῶναί τινος Λυκοῦργ. 163. 34· δωροδοκίας κατηγορεῖν Αἰσχίν. 28. 12· πρβλ. δῶρον Ι. 2.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
corruption par des présents, vénalité.
Étymologie: δωροδόκος.