δυσανάσχετος: Difference between revisions

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσανάσχετος''': -ον, ὃν δυσκόλως ὑποφέρει τις, [[ἀφόρητος]], ἀνυπόφορος, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 175· [[ποιητικός]] τις [[τύπος]] [[δυσάνσχετος]] ἀπαντᾷ ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Β. 272. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ [[μετὰ]] δυσκολίας ὑποφέρων τι, τινός. ‒ Ἐπίρρ. -τως, [[Πολυδ]]. Γʹ, 130.
|lstext='''δυσανάσχετος''': -ον, ὃν δυσκόλως ὑποφέρει τις, [[ἀφόρητος]], ἀνυπόφορος, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 175· [[ποιητικός]] τις [[τύπος]] [[δυσάνσχετος]] ἀπαντᾷ ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Β. 272. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ [[μετὰ]] δυσκολίας ὑποφέρων τι, τινός. ‒ Ἐπίρρ. -τως, [[Πολυδ]]. Γʹ, 130.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à supporter.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἀνέχω]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσανάσχετος Medium diacritics: δυσανάσχετος Low diacritics: δυσανάσχετος Capitals: ΔΥΣΑΝΑΣΧΕΤΟΣ
Transliteration A: dysanáschetos Transliteration B: dysanaschetos Transliteration C: dysanaschetos Beta Code: dusana/sxetos

English (LSJ)

ον,

   A hard to bear, intolerable, ὕβρεις Ph.2.92; κήδη Phleg.Macr.4, cf. Dsc. Eup. 1.235, Porph.Abst.3.20: poet. δῠσανα-άνσχετος A.R.2 272.    II Act., bearing hardly, in Adv. -τως, ἔχειν A.D.Synt.218.9, cf. Poll.3.130.

German (Pape)

[Seite 675] schwer zu ertragen, unerträglich; Poll. 3, 130 u. Sp.; δυσανασχέτως ἔχειν, = vorigem, Poll. a. a. O.

Greek (Liddell-Scott)

δυσανάσχετος: -ον, ὃν δυσκόλως ὑποφέρει τις, ἀφόρητος, ἀνυπόφορος, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 175· ποιητικός τις τύπος δυσάνσχετος ἀπαντᾷ ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Β. 272. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μετὰ δυσκολίας ὑποφέρων τι, τινός. ‒ Ἐπίρρ. -τως, Πολυδ. Γʹ, 130.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à supporter.
Étymologie: δυσ-, ἀνέχω.