ἑκατογκεφάλας: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑκᾰτογκεφάλας''': γεν. α, ὁ, ἑκατὸν ἔχων κεφαλάς, Πινδ. Ο. 4. 11· [[προσέτι]] ἑκατογκέφαλος, ον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 882, Ἀριστοφ. Βάτρ. 473. | |lstext='''ἑκᾰτογκεφάλας''': γεν. α, ὁ, ἑκατὸν ἔχων κεφαλάς, Πινδ. Ο. 4. 11· [[προσέτι]] ἑκατογκέφαλος, ον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 882, Ἀριστοφ. Βάτρ. 473. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α (ὁ) :<br />à cent têtes.<br />'''Étymologie:''' [[ἑκατόν]], [[κεφαλή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
[φᾰ], α, οξ,
A hundred-headed, Pi. O.4.8, Ar.Ra.473, Nu.336.
German (Pape)
[Seite 752] ὁ, = Folgdm; Τυφώς Pind. Ol. 4, 8; Ar. Nubb. 336.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκᾰτογκεφάλας: γεν. α, ὁ, ἑκατὸν ἔχων κεφαλάς, Πινδ. Ο. 4. 11· προσέτι ἑκατογκέφαλος, ον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 882, Ἀριστοφ. Βάτρ. 473.