ἐκκρουστικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκκρουστικός''': -ή, -όν, [[ἀποκρουστικός]], [[κατάλληλος]] πρὸς ἀπόκρουσιν, ἀποδίωξιν, τοῦ ἐλέου Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 12· τοῦ λόγου Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 18, 29. | |lstext='''ἐκκρουστικός''': -ή, -όν, [[ἀποκρουστικός]], [[κατάλληλος]] πρὸς ἀπόκρουσιν, ἀποδίωξιν, τοῦ ἐλέου Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 12· τοῦ λόγου Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 18, 29. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />propre à chasser, à repousser.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκκρούω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A fitted for expelling, τοῦ ἐλέου Arist.Rh.1386a22 ; τοῦ λόγου Arr.Epict.2.18.29.
German (Pape)
[Seite 765] ή, όν, zum Herausstoßen geeignet, verdrängend, ἐλέου Arist. rhet. 2, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκρουστικός: -ή, -όν, ἀποκρουστικός, κατάλληλος πρὸς ἀπόκρουσιν, ἀποδίωξιν, τοῦ ἐλέου Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 12· τοῦ λόγου Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 18, 29.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à chasser, à repousser.
Étymologie: ἐκκρούω.