εἰκαστός: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(6_11) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰκαστός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ συγκρίνῃ ἢ παραβάλῃ, [[παρόμοιος]], Σοφ. Τρ. 699. | |lstext='''εἰκαστός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ συγκρίνῃ ἢ παραβάλῃ, [[παρόμοιος]], Σοφ. Τρ. 699. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />comparable à, τινι.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[εἰκάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A comparable, similar, S.Tr. 699. 2 apprehended through an image, opp. αἰσθητός, Ascl.in Metaph.142.10, Iamb.Comm.Math.8, Sch.Pl.R.509d. 3 conjectural, Procl.in Alc.p.23 C.
German (Pape)
[Seite 726] abgebildet, ähnlich, Soph. Tr. 699.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκαστός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ συγκρίνῃ ἢ παραβάλῃ, παρόμοιος, Σοφ. Τρ. 699.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
comparable à, τινι.
Étymologie: adj. verb. de εἰκάζω.