σφάττω: Difference between revisions

From LSJ

ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father

Source
(6_14)
 
(Bailly1_5)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφάττω''': νεώτερ. Ἀττικ. ἀντὶ [[σφάζω]], παρατ. ἔσφαττον˙ - ἐνεστὼς σφάσσω δὲν ἀπαντᾷ.
|lstext='''σφάττω''': νεώτερ. Ἀττικ. ἀντὶ [[σφάζω]], παρατ. ἔσφαττον˙ - ἐνεστὼς σφάσσω δὲν ἀπαντᾷ.
}}
{{bailly
|btext=<i>néo-att. c.</i> [[σφάζω]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

σφάττω: νεώτερ. Ἀττικ. ἀντὶ σφάζω, παρατ. ἔσφαττον˙ - ἐνεστὼς σφάσσω δὲν ἀπαντᾷ.

French (Bailly abrégé)

néo-att. c. σφάζω.