ἔκτισις: Difference between revisions
From LSJ
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔκτῐσις''': -εως, ἡ, [[ἀπότισις]], πληρωμή, Πλάτ. Νόμ. 855Α· ἡ ἔκτ. ἦν ἐπὶ τῆς ἐνάτης πρυτανείας Ἀνδοκ. 10. 17· τινος Δημ. 1025, 2· ἔκτ. ποιεῖσθαι = ἐκτίνειν, ὁ αὐτ. 834. 27. | |lstext='''ἔκτῐσις''': -εως, ἡ, [[ἀπότισις]], πληρωμή, Πλάτ. Νόμ. 855Α· ἡ ἔκτ. ἦν ἐπὶ τῆς ἐνάτης πρυτανείας Ἀνδοκ. 10. 17· τινος Δημ. 1025, 2· ἔκτ. ποιεῖσθαι = ἐκτίνειν, ὁ αὐτ. 834. 27. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />paiement complet, récompense <i>ou</i> châtiment.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκτίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
A v. ἔκτεισις. ἔκτισμα, v. ἔκτεισμα.
German (Pape)
[Seite 781] ἡ, das Bezahlen, Büßen; βλάβης, ζημίας, χρημάτων, Plat. Legg. IX, 862 d 855 ac; διπλασία, des Doppelten, Din. 2, 17; τῶν κλεμμάτων Dem. 24, 113; ἔκτισιν ποιεῖσθαι, = ἐκτίνειν, Dem. 24, 189.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκτῐσις: -εως, ἡ, ἀπότισις, πληρωμή, Πλάτ. Νόμ. 855Α· ἡ ἔκτ. ἦν ἐπὶ τῆς ἐνάτης πρυτανείας Ἀνδοκ. 10. 17· τινος Δημ. 1025, 2· ἔκτ. ποιεῖσθαι = ἐκτίνειν, ὁ αὐτ. 834. 27.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
paiement complet, récompense ou châtiment.
Étymologie: ἐκτίνω.