τεχνητός: Difference between revisions

From LSJ

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τεχνητός''': -ή, -όν, ὁ διὰ τῆς τέχνης γινόμενος (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν φύσει ὑπάρχοντα), αὐγῆς μὲν οὖν δύο εἴδεα, τὸ μὲν κοινόν, τὸ δὲ τεχνητὸν Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 740· τ. σύμβολα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ θεῖα, Πλουτ. Περικλ. 6.
|lstext='''τεχνητός''': -ή, -όν, ὁ διὰ τῆς τέχνης γινόμενος (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν φύσει ὑπάρχοντα), αὐγῆς μὲν οὖν δύο εἴδεα, τὸ μὲν κοινόν, τὸ δὲ τεχνητὸν Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 740· τ. σύμβολα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ θεῖα, Πλουτ. Περικλ. 6.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />fait par l’art, artificiel.<br />'''Étymologie:''' [[τεχνάω]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχνητός Medium diacritics: τεχνητός Low diacritics: τεχνητός Capitals: ΤΕΧΝΗΤΟΣ
Transliteration A: technētós Transliteration B: technētos Transliteration C: technitos Beta Code: texnhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A artificial, opp. natural, αὐγῆς εἶδος Hp.Off.3; τ. σύμβολα, opp. θεῖα, Plu.Per.6; τὸ τεχνητόν the product of a craft, Plot.4.4.23; τὰ τεχνητὰ τῶν ὀργάνων artificial instruments (or perh. instruments belonging to a craft), as the builder's κανών, ibid.

German (Pape)

[Seite 1103] künstlich od. listig gemacht, Plut. Pericl. 6.

Greek (Liddell-Scott)

τεχνητός: -ή, -όν, ὁ διὰ τῆς τέχνης γινόμενος (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν φύσει ὑπάρχοντα), αὐγῆς μὲν οὖν δύο εἴδεα, τὸ μὲν κοινόν, τὸ δὲ τεχνητὸν Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 740· τ. σύμβολα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ θεῖα, Πλουτ. Περικλ. 6.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fait par l’art, artificiel.
Étymologie: τεχνάω.