ἱππόλοφος: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱππόλοφος''': -ον, ἔχων λόφον ἐξ ἱππείων τριχῶν, [[ἱππόλοφος]] [[κόρυς]] Ἀνθ. Π. παράρτ. 323˙ -ἱππόλ. Λόγοι, κατὰ κωμικὴν μεταφορ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 818.
|lstext='''ἱππόλοφος''': -ον, ἔχων λόφον ἐξ ἱππείων τριχῶν, [[ἱππόλοφος]] [[κόρυς]] Ἀνθ. Π. παράρτ. 323˙ -ἱππόλ. Λόγοι, κατὰ κωμικὴν μεταφορ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 818.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />garni d’une crinière de cheval.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[λόφος]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππόλοφος Medium diacritics: ἱππόλοφος Low diacritics: ιππόλοφος Capitals: ΙΠΠΟΛΟΦΟΣ
Transliteration A: hippólophos Transliteration B: hippolophos Transliteration C: ippolofos Beta Code: i(ppo/lofos

English (LSJ)

ον,

   A with horsehair crest, κόρυς IG12(2).129 (Mytilene); ἱ. λόγοι, by comic metaph., Ar.Ra.818.

German (Pape)

[Seite 1260] κόρυς, mit Roßhaaren besetzt, Ep. ad. 194 (App. 323).

Greek (Liddell-Scott)

ἱππόλοφος: -ον, ἔχων λόφον ἐξ ἱππείων τριχῶν, ἱππόλοφος κόρυς Ἀνθ. Π. παράρτ. 323˙ -ἱππόλ. Λόγοι, κατὰ κωμικὴν μεταφορ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 818.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
garni d’une crinière de cheval.
Étymologie: ἵππος, λόφος.