κουριάω: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κουριάω''': μέλλ. -άσω, ἐπὶ τῆς [[κόμης]], ἔχω ἀνάγκην κουρᾶς, αὐξάνομαι εἰς [[μέγεθος]], Λουκ. Λεξιφ. 10˙ [[πώγων]] εἰς ὑπερβολὴν κουριῶν ὁ αὐτ. ἐν Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 10. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐν χρῷ κουριᾶν, ἔχειν ἀνάγκην κουρᾶς [[μέχρι]] δέρματος, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 69. 2) ἔχω κόμην τραχεῖαν, ἀπεριποίητον, Αἰλ. π. Ζ. 7. 48˙ κ. τὸ [[γένειον]] Ἀλκίφρων 3. 55, πρβλ. Ἀρτεμίδ. 1. 19.
|lstext='''κουριάω''': μέλλ. -άσω, ἐπὶ τῆς [[κόμης]], ἔχω ἀνάγκην κουρᾶς, αὐξάνομαι εἰς [[μέγεθος]], Λουκ. Λεξιφ. 10˙ [[πώγων]] εἰς ὑπερβολὴν κουριῶν ὁ αὐτ. ἐν Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 10. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐν χρῷ κουριᾶν, ἔχειν ἀνάγκην κουρᾶς [[μέχρι]] δέρματος, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 69. 2) ἔχω κόμην τραχεῖαν, ἀπεριποίητον, Αἰλ. π. Ζ. 7. 48˙ κ. τὸ [[γένειον]] Ἀλκίφρων 3. 55, πρβλ. Ἀρτεμίδ. 1. 19.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>propr.</i> avoir besoin d’être tondu <i>en parl. des cheveux ou de la barbe</i>, être trop long : [[πώγων]] [[εἰς]] ὑπερβολὴν κουριῶν LUC barbe longue à l’excès.<br />'''Étymologie:''' [[κουρά]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουριάω Medium diacritics: κουριάω Low diacritics: κουριάω Capitals: ΚΟΥΡΙΑΩ
Transliteration A: kouriáō Transliteration B: kouriaō Transliteration C: kouriao Beta Code: kouria/w

English (LSJ)

of hair,

   A need clipping πώγων εἰς ὑπερβολὴν κουριῶν Luc.Gall.10.    II of persons, ἐν χρῷ κ. need close clipping, Pherecr.30, Plu.Alc.23; ἄνθρωπος ἀεὶ -ιῶν Luc.Lex.10.    2 wear rough, untrimmed hair, Ael.NA7.48; κ. τὸ γένειον Alciphr.3.55, cf. Hp.Ep.17, Artem.1.19 (interpol.).

Greek (Liddell-Scott)

κουριάω: μέλλ. -άσω, ἐπὶ τῆς κόμης, ἔχω ἀνάγκην κουρᾶς, αὐξάνομαι εἰς μέγεθος, Λουκ. Λεξιφ. 10˙ πώγων εἰς ὑπερβολὴν κουριῶν ὁ αὐτ. ἐν Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 10. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐν χρῷ κουριᾶν, ἔχειν ἀνάγκην κουρᾶς μέχρι δέρματος, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 69. 2) ἔχω κόμην τραχεῖαν, ἀπεριποίητον, Αἰλ. π. Ζ. 7. 48˙ κ. τὸ γένειον Ἀλκίφρων 3. 55, πρβλ. Ἀρτεμίδ. 1. 19.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
propr. avoir besoin d’être tondu en parl. des cheveux ou de la barbe, être trop long : πώγων εἰς ὑπερβολὴν κουριῶν LUC barbe longue à l’excès.
Étymologie: κουρά.