μετρικός: Difference between revisions
μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶν μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων → give not that which is holy unto the dogs, neither cast ye your pearls before swine
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετρικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ [[μέτρον]], ῥυθμοὶ Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 5· ὁ [[μετρικός]], ὁ [[ἔμπειρος]] εἰς τὴν μετρικὴν ἢ ἀσχολούμενος εἰς αὐτήν, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 16, 15· τὰ μετρικὰ καὶ ἡ μετρικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ὁ αὐτ. π. Ποιητ. 20. 4, κἑξ. | |lstext='''μετρικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ [[μέτρον]], ῥυθμοὶ Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 5· ὁ [[μετρικός]], ὁ [[ἔμπειρος]] εἰς τὴν μετρικὴν ἢ ἀσχολούμενος εἰς αὐτήν, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 16, 15· τὰ μετρικὰ καὶ ἡ μετρικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ὁ αὐτ. π. Ποιητ. 20. 4, κἑξ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la mesure des vers, métrique.<br />'''Étymologie:''' [[μέτρον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A metrical, ῥυθμοί Arist.Rh.1409a7; οἱ μ. those learned in metres, Id.PA660a8; opp. οἱ ῥυθμικοί, D.H.Comp.17: τὰ -κά and ἡ -κή (sc. τέχνη) prosody, Arist.Po.1456b34, 38. II by measure, opp. σταθμικός (by weight), Gal.13.417, etc. III = μετριακός, PLond.5.1234.48 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 162] das Maaß betreffend, bes. zum Sylbenmaaße gehörig, metrisch; ὁ μετρικός, der sich auf das Sylbenmaaß versteht, Arist. p. an. 2, 16; ἡ μετρική, sc. τέχνη, die Metrik, Arist. poet. 20, 5 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μετρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ μέτρον, ῥυθμοὶ Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 5· ὁ μετρικός, ὁ ἔμπειρος εἰς τὴν μετρικὴν ἢ ἀσχολούμενος εἰς αὐτήν, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 16, 15· τὰ μετρικὰ καὶ ἡ μετρικὴ (δηλ. τέχνη), ὁ αὐτ. π. Ποιητ. 20. 4, κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne la mesure des vers, métrique.
Étymologie: μέτρον.