εὐρυάγυια: Difference between revisions

From LSJ

καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know

Source
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐρῠάγυιᾰ''': θηλ. ἐπίθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ., ἔχουσα εὐρείας ἀγυιάς, εὐρείας ὁδούς, παρ’ Ὁμήρ. ἐπίθ. μεγάλων [[πόλεων]], ἐν Ἰλ. σχεδὸν ἀείποτε ἐπὶ τῆς Τροίας· περὶ τῶν Ἀθηνῶν, Ὀδ. Η. 80· ἀλλὰ περὶ τῶν Μυκηνῶν ἐν Ἰλ. Δ. 52· [[καθόλου]], εὐρ. [[πόλις]] Ὀδ. Ο. 384· [[ἀλλά]], χθὼν [[εὐρυάγυια]] = [[εὐρυόδεια]] (ὃ ἴδε), Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 16· εὐρ. δίκα, ὅ ἐστι δημοσία, Τέρπανδρ. 3 Bgk. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[εὐρυάγυια]]· [[μεγάλη]] καὶ [[πλατεῖα]] [[ῥύμη]]. πλατὺ [[ἄμφοδον]]· καὶ ἡ [[πλατεῖα]] καὶ [[μεγάλη]] ἐν τῷ πλανᾶσθαι ὁδός».
|lstext='''εὐρῠάγυιᾰ''': θηλ. ἐπίθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ., ἔχουσα εὐρείας ἀγυιάς, εὐρείας ὁδούς, παρ’ Ὁμήρ. ἐπίθ. μεγάλων [[πόλεων]], ἐν Ἰλ. σχεδὸν ἀείποτε ἐπὶ τῆς Τροίας· περὶ τῶν Ἀθηνῶν, Ὀδ. Η. 80· ἀλλὰ περὶ τῶν Μυκηνῶν ἐν Ἰλ. Δ. 52· [[καθόλου]], εὐρ. [[πόλις]] Ὀδ. Ο. 384· [[ἀλλά]], χθὼν [[εὐρυάγυια]] = [[εὐρυόδεια]] (ὃ ἴδε), Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 16· εὐρ. δίκα, ὅ ἐστι δημοσία, Τέρπανδρ. 3 Bgk. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[εὐρυάγυια]]· [[μεγάλη]] καὶ [[πλατεῖα]] [[ῥύμη]]. πλατὺ [[ἄμφοδον]]· καὶ ἡ [[πλατεῖα]] καὶ [[μεγάλη]] ἐν τῷ πλανᾶσθαι ὁδός».
}}
{{bailly
|btext=ας;<br /><i>adj. f.</i><br />aux larges rues ; <i>fig.</i> [[εὐρυάγυια]] [[δίκα]] PLUT jugement en pleine rue, <i>càd</i> jugement public.<br />'''Étymologie:''' [[εὐρύς]], [[ἀγυιά]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῠάγυιᾰ Medium diacritics: εὐρυάγυια Low diacritics: ευρυάγυια Capitals: ΕΥΡΥΑΓΥΙΑ
Transliteration A: euryágyia Transliteration B: euryaguia Transliteration C: evryagyia Beta Code: eu)rua/guia

English (LSJ)

[ᾰγ], fem. Adj. used only in nom. and acc.,

   A with wide streets, Τροίη Il.2.141, al.; Ἀθήνη Od.7.80; Μυκήνη Il.4.52; πτόλις εὐ. Od.15.384; χθὼν εὐρυάγυια, = εὐρυόδεια (q.v.), h.Cer.16; εὐ. δίκα, i.e. public, Terp.6.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρῠάγυιᾰ: θηλ. ἐπίθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ., ἔχουσα εὐρείας ἀγυιάς, εὐρείας ὁδούς, παρ’ Ὁμήρ. ἐπίθ. μεγάλων πόλεων, ἐν Ἰλ. σχεδὸν ἀείποτε ἐπὶ τῆς Τροίας· περὶ τῶν Ἀθηνῶν, Ὀδ. Η. 80· ἀλλὰ περὶ τῶν Μυκηνῶν ἐν Ἰλ. Δ. 52· καθόλου, εὐρ. πόλις Ὀδ. Ο. 384· ἀλλά, χθὼν εὐρυάγυια = εὐρυόδεια (ὃ ἴδε), Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 16· εὐρ. δίκα, ὅ ἐστι δημοσία, Τέρπανδρ. 3 Bgk. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐρυάγυια· μεγάλη καὶ πλατεῖα ῥύμη. πλατὺ ἄμφοδον· καὶ ἡ πλατεῖα καὶ μεγάλη ἐν τῷ πλανᾶσθαι ὁδός».

French (Bailly abrégé)

ας;
adj. f.
aux larges rues ; fig. εὐρυάγυια δίκα PLUT jugement en pleine rue, càd jugement public.
Étymologie: εὐρύς, ἀγυιά.