κρυψίνοος: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρυψίνοος''': -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἀποκρύπτων τοὺς στοχασμούς του, ὁ ὑποκρινόμενος, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 27., 8. 2, 1· ἀντίθ. τῷ παρρησιαζόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 11, 5. Ἐπίρρ. -νως, [[Πολυδ]]. Δ΄, 51. | |lstext='''κρυψίνοος''': -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἀποκρύπτων τοὺς στοχασμούς του, ὁ ὑποκρινόμενος, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 27., 8. 2, 1· ἀντίθ. τῷ παρρησιαζόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 11, 5. Ἐπίρρ. -νως, [[Πολυδ]]. Δ΄, 51. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οος, οον;<br />qui cache sa pensée, dissimulé.<br />'''Étymologie:''' [[κρύπτω]], [[νόος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, contr. κρυψί-νους, ουν,
A hiding one's thoughts, dissembling, X.Cyr.1.6.27, Gal.8.362, D.C.67.1, Eun.Hist.p.254 D.; opp. παρρησιαζόμενος X. Ages.11.5. Adv. -νως Poll.4.51.
German (Pape)
[Seite 1517] zsgzgn -νους, seine Gedanken verbergend, von heimlicher, versteckter Sinnesart, Xen. Cyr. 1, 6, 19 Ages. 11, 5 u. Sp. – Adv., Poll. 4, 51, κρυψίνως.
Greek (Liddell-Scott)
κρυψίνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἀποκρύπτων τοὺς στοχασμούς του, ὁ ὑποκρινόμενος, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 27., 8. 2, 1· ἀντίθ. τῷ παρρησιαζόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 11, 5. Ἐπίρρ. -νως, Πολυδ. Δ΄, 51.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
qui cache sa pensée, dissimulé.
Étymologie: κρύπτω, νόος.