ἐναγίζω: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐναγίζω''': [[προσφέρω]] θυσίας εἰς τοὺς νεκροὺς ἢ εἰς τὰς [[σκιάς]], ἀντίθετον τῷ θύω ([[ὅπερ]] ἐννοεῖ θυσίαν εἰς τοὺς θεούς, Λατ. parentare, τινὶ Ἡρόδ. 1. 167· ἐναγ. τινὶ ὡς ἥρωϊ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ θύειν τινὶ ὡς θεῷ, ὁ αὐτ. 2. 44· ὁ [[πολέμαρχος]] θύει μὲν Ἀρτέμιδι.., καὶ τοῖς περὶ Ἁρμόδιον ἐναγίζει Ἀριστ. Ἀποσπ. 387, πρβλ. Ἰσαῖον 61. 21., 62. 40., 66. 25, Πλούτ. 2. 857D, Wess. Διόδ. 1. 224, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 587· μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐναγίζειν ἀποπυρίδας τινὶ Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 344C· κριὸν Πλουτ. Θησ. 4, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐναγίζειν· τὸ χοὰς ἐπιφέρειν, ἢ θύειν τοῖς κατοιχομένοις, ἢ διὰ πυρὸς (δαπανᾶν), ἢ φονεύειν, [[ἄγος]] γὰρ τὸ [[μίασμα]]».
|lstext='''ἐναγίζω''': [[προσφέρω]] θυσίας εἰς τοὺς νεκροὺς ἢ εἰς τὰς [[σκιάς]], ἀντίθετον τῷ θύω ([[ὅπερ]] ἐννοεῖ θυσίαν εἰς τοὺς θεούς, Λατ. parentare, τινὶ Ἡρόδ. 1. 167· ἐναγ. τινὶ ὡς ἥρωϊ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ θύειν τινὶ ὡς θεῷ, ὁ αὐτ. 2. 44· ὁ [[πολέμαρχος]] θύει μὲν Ἀρτέμιδι.., καὶ τοῖς περὶ Ἁρμόδιον ἐναγίζει Ἀριστ. Ἀποσπ. 387, πρβλ. Ἰσαῖον 61. 21., 62. 40., 66. 25, Πλούτ. 2. 857D, Wess. Διόδ. 1. 224, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 587· μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐναγίζειν ἀποπυρίδας τινὶ Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 344C· κριὸν Πλουτ. Θησ. 4, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐναγίζειν· τὸ χοὰς ἐπιφέρειν, ἢ θύειν τοῖς κατοιχομένοις, ἢ διὰ πυρὸς (δαπανᾶν), ἢ φονεύειν, [[ἄγος]] γὰρ τὸ [[μίασμα]]».
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἐνήγιζον;<br />sacrifier à un mort <i>ou</i> à un demi-dieu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐναγής]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνᾰγίζω Medium diacritics: ἐναγίζω Low diacritics: εναγίζω Capitals: ΕΝΑΓΙΖΩ
Transliteration A: enagízō Transliteration B: enagizō Transliteration C: enagizo Beta Code: e)nagi/zw

English (LSJ)

fut.

   A -ιῶ Is.6.51, 7.30:—offer sacrifice to the dead, opp. θύω (to the gods), τινί Hdt.1.167; ἐ. τινὶ ὡς ἥρωϊ, opp. θύειν τινὶ ὡς ἀθανάτῳ, Id.2.44, cf. Is.6.51, al., Plb.23.10.17; τοῖς κατὰ πόλεμον τελευτήσασιν IG22.1006.26 (ii B. C.): c. acc. rei, ἐ. ἀποπυρίδας τινί Clearch.16; κριόν Plu.Thes.4, etc.

German (Pape)

[Seite 824] Todtenopfer bringen, Her. 1, 167, τινί; die jährlich auf dem Grabe dargebracht wurden; Plut. Arist. 21; Is. 2, 46. 6, 51; auch = den Heroen opfern, Her. 2, 44, nicht = den Göttern opfern (θύειν), vgl. Plut. Her. malign. 13 u. Schol. Ap. Rh. 1, 587; auch βοῦν, ταῦτα οὐκ ἄρνας, Plut. Sol. 21 Cat. mai. 15; ἀποπυρίδας Clearch. Ath. VIII, 344 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναγίζω: προσφέρω θυσίας εἰς τοὺς νεκροὺς ἢ εἰς τὰς σκιάς, ἀντίθετον τῷ θύω (ὅπερ ἐννοεῖ θυσίαν εἰς τοὺς θεούς, Λατ. parentare, τινὶ Ἡρόδ. 1. 167· ἐναγ. τινὶ ὡς ἥρωϊ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ θύειν τινὶ ὡς θεῷ, ὁ αὐτ. 2. 44· ὁ πολέμαρχος θύει μὲν Ἀρτέμιδι.., καὶ τοῖς περὶ Ἁρμόδιον ἐναγίζει Ἀριστ. Ἀποσπ. 387, πρβλ. Ἰσαῖον 61. 21., 62. 40., 66. 25, Πλούτ. 2. 857D, Wess. Διόδ. 1. 224, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 587· μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐναγίζειν ἀποπυρίδας τινὶ Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 344C· κριὸν Πλουτ. Θησ. 4, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐναγίζειν· τὸ χοὰς ἐπιφέρειν, ἢ θύειν τοῖς κατοιχομένοις, ἢ διὰ πυρὸς (δαπανᾶν), ἢ φονεύειν, ἄγος γὰρ τὸ μίασμα».

French (Bailly abrégé)

impf. ἐνήγιζον;
sacrifier à un mort ou à un demi-dieu.
Étymologie: ἐναγής.