ἐννοσίγαιος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
(6_14) |
(Bailly1_2) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐννοσίγαιος''': ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ ἐνοσίγ-, ὁ σείων τὴν γῆν, ἐπώνυμον τοῦ Ποσειδῶνος παρ’ Ὁμ. ἐν Χειρογρ. [[ἐνίοτε]] ἐνοσίγαιος ὡς ἐν Λουκ. Διΐ τραγῳδῷ 9· [[ἐννοσίγαιος]] ἐν Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 187. - Πρβλ. ἔνοσις, ἐνοσίγαιος, [[εἰνοσίφυλλος]]. | |lstext='''ἐννοσίγαιος''': ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ ἐνοσίγ-, ὁ σείων τὴν γῆν, ἐπώνυμον τοῦ Ποσειδῶνος παρ’ Ὁμ. ἐν Χειρογρ. [[ἐνίοτε]] ἐνοσίγαιος ὡς ἐν Λουκ. Διΐ τραγῳδῷ 9· [[ἐννοσίγαιος]] ἐν Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 187. - Πρβλ. ἔνοσις, ἐνοσίγαιος, [[εἰνοσίφυλλος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />celui qui ébranle la terre (Poséidon) ; <i>abs.</i> le dieu qui ébranle la terre.<br />'''Étymologie:''' *ἐνέθω, [[γαῖα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 848] p. = ἐνοσίγαιος, ὁ, der Erderschütterer, Poseidon, weil man ihn als den Urheber der Erdbeben ansah, Hom. u. Hes. – Adj., ἐχέτλη, die Erde umstürzend, Nonn. 1, 327.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννοσίγαιος: ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ ἐνοσίγ-, ὁ σείων τὴν γῆν, ἐπώνυμον τοῦ Ποσειδῶνος παρ’ Ὁμ. ἐν Χειρογρ. ἐνίοτε ἐνοσίγαιος ὡς ἐν Λουκ. Διΐ τραγῳδῷ 9· ἐννοσίγαιος ἐν Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 187. - Πρβλ. ἔνοσις, ἐνοσίγαιος, εἰνοσίφυλλος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
celui qui ébranle la terre (Poséidon) ; abs. le dieu qui ébranle la terre.
Étymologie: *ἐνέθω, γαῖα.