ἐξορούω: Difference between revisions
From LSJ
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξορούω''': ἐκπηδῶ, Πάριος δὲ θοῶς ἐκ [[κλῆρος]] ὄρουσεν, «τοῦ δὲ Πάριδος ἡ [[ψῆφος]] [[ὀξέως]] ἀπεπήδησε» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Γ. 325, πρβλ. Ὀδ. Κ. 47, Δινδορφ. Ἀριστοφ. Ἀποστ. 442. | |lstext='''ἐξορούω''': ἐκπηδῶ, Πάριος δὲ θοῶς ἐκ [[κλῆρος]] ὄρουσεν, «τοῦ δὲ Πάριδος ἡ [[ψῆφος]] [[ὀξέως]] ἀπεπήδησε» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Γ. 325, πρβλ. Ὀδ. Κ. 47, Δινδορφ. Ἀριστοφ. Ἀποστ. 442. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=s’élancer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὀρούω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
A leap jorth, Πάριος δὲ θοῶς ἐκ κλῆρος ὄρουσεν Il.3.325; ἄνεμοι δ' ἐκ πάντες ὄρουσαν Od.10.47.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξορούω: ἐκπηδῶ, Πάριος δὲ θοῶς ἐκ κλῆρος ὄρουσεν, «τοῦ δὲ Πάριδος ἡ ψῆφος ὀξέως ἀπεπήδησε» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Γ. 325, πρβλ. Ὀδ. Κ. 47, Δινδορφ. Ἀριστοφ. Ἀποστ. 442.