ἔντριψις: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔντριψις''': -εως, ἡ, τὸ ἐντρίβειν [[ψιμύθιον]] ἢ [[ἄλλο]] τι εἰς τὸ [[πρόσωπον]], κεκοσμημένον καὶ ὀφθαλμῶν ὑπογραφῇ καὶ χρώματος ἐντρίψει Ξεν. Κύρ. 1. 3, 2. ΙΙ. [[ψιμύθιον]], ἐντρίψεσι καὶ φαρμάκοις Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. | |lstext='''ἔντριψις''': -εως, ἡ, τὸ ἐντρίβειν [[ψιμύθιον]] ἢ [[ἄλλο]] τι εἰς τὸ [[πρόσωπον]], κεκοσμημένον καὶ ὀφθαλμῶν ὑπογραφῇ καὶ χρώματος ἐντρίψει Ξεν. Κύρ. 1. 3, 2. ΙΙ. [[ψιμύθιον]], ἐντρίψεσι καὶ φαρμάκοις Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action d’oindre, <i>particul.</i> de farder;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> fard.<br />'''Étymologie:''' [[ἐντρίβω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A rubbing in, of cosmetics, X.Cyr.1.3.2; ἀσβόλου Hld.6.11. II cosmetic, Ael.VH12.1.
German (Pape)
[Seite 858] ἡ, das Einreiben, bes. χρώματος, das Schminken, Xen. Cyr. 1, 3, 2 u. Sp., wie Heliod. 6, 11; die Schminke selbst, Ael. V. H. 12, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἔντριψις: -εως, ἡ, τὸ ἐντρίβειν ψιμύθιον ἢ ἄλλο τι εἰς τὸ πρόσωπον, κεκοσμημένον καὶ ὀφθαλμῶν ὑπογραφῇ καὶ χρώματος ἐντρίψει Ξεν. Κύρ. 1. 3, 2. ΙΙ. ψιμύθιον, ἐντρίψεσι καὶ φαρμάκοις Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action d’oindre, particul. de farder;
2 p. ext. fard.
Étymologie: ἐντρίβω.