ἐπιμελητικός: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιμελητικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιμελούμενος πράγματός τινος, ὁ ἱκανὸς νὰ ἐπιστατῇ, τὸν δὲ ἐπιμελητικούς βουλόμενον ποιήσασθαί τινας Ξεν. Οἰκ. 12, 19· ἡ ἐπιμελητικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]) = [[ἐπιμέλεια]], Πλάτ. Πολιτικ. 275Ε κἑξ.
|lstext='''ἐπιμελητικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιμελούμενος πράγματός τινος, ὁ ἱκανὸς νὰ ἐπιστατῇ, τὸν δὲ ἐπιμελητικούς βουλόμενον ποιήσασθαί τινας Ξεν. Οἰκ. 12, 19· ἡ ἐπιμελητικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]) = [[ἐπιμέλεια]], Πλάτ. Πολιτικ. 275Ε κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />porté à prendre soin de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιμελέομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμελητικός Medium diacritics: ἐπιμελητικός Low diacritics: επιμελητικός Capitals: ΕΠΙΜΕΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epimelētikós Transliteration B: epimelētikos Transliteration C: epimelitikos Beta Code: e)pimelhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A able to take charge, managing, X.Oec.12.19; ἡ -κή (sc. τέχνη), = ἐπιμέλεια, Pl.Plt.275esq.; αἴσθησις ἐ. τῶν τέκνων Arist.GA753a8; τὸ τοῦ ἰδίου σώματος ἐ. M.Ant.1.16.

German (Pape)

[Seite 961] ή, όν, zum Sorgen, Pflegen geschickt, Xen. Oec. 12, 19; ἡ ἐπιμελητική, sc. τέχνη, die Wartung, Pflege, Plat. Polit. 275 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμελητικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιμελούμενος πράγματός τινος, ὁ ἱκανὸς νὰ ἐπιστατῇ, τὸν δὲ ἐπιμελητικούς βουλόμενον ποιήσασθαί τινας Ξεν. Οἰκ. 12, 19· ἡ ἐπιμελητικὴ (ἐνν. τέχνη) = ἐπιμέλεια, Πλάτ. Πολιτικ. 275Ε κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
porté à prendre soin de.
Étymologie: ἐπιμελέομαι.