ἐπίρρητος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίρρητος''': -ον, [[δυσφήμιστος]], ὡς τὸ [[ἐπιβόητος]], αἱ βαναυσικαὶ καλούμεναι (τέχναι) καὶ ἐπίρρητοί εἰσι, καὶ [[εἰκότως]] μέν τοι [[πάνυ]] ἀδοξοῦνται Ξεν. Οἰκ. 4, 2· [[πλοῦτος]] Φιλόστρ. 303. - Ἐπίρρ. -τως, [[Πολυδ]]. Γ΄, 139.
|lstext='''ἐπίρρητος''': -ον, [[δυσφήμιστος]], ὡς τὸ [[ἐπιβόητος]], αἱ βαναυσικαὶ καλούμεναι (τέχναι) καὶ ἐπίρρητοί εἰσι, καὶ [[εἰκότως]] μέν τοι [[πάνυ]] ἀδοξοῦνται Ξεν. Οἰκ. 4, 2· [[πλοῦτος]] Φιλόστρ. 303. - Ἐπίρρ. -τως, [[Πολυδ]]. Γ΄, 139.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />décrié.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐρῶ]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίρρητος Medium diacritics: ἐπίρρητος Low diacritics: επίρρητος Capitals: ΕΠΙΡΡΗΤΟΣ
Transliteration A: epírrētos Transliteration B: epirrētos Transliteration C: epirritos Beta Code: e)pi/rrhtos

English (LSJ)

ον,

   A exclaimed against, infamous, τέχναι X.Oec.4.2; πλοῦτος Philostr.VA7.23. Adv.-τως Poll.3.139.    II. ἐ. διαιτητής agreed upon, Sch.Patm.D. inBCH1.153.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίρρητος: -ον, δυσφήμιστος, ὡς τὸ ἐπιβόητος, αἱ βαναυσικαὶ καλούμεναι (τέχναι) καὶ ἐπίρρητοί εἰσι, καὶ εἰκότως μέν τοι πάνυ ἀδοξοῦνται Ξεν. Οἰκ. 4, 2· πλοῦτος Φιλόστρ. 303. - Ἐπίρρ. -τως, Πολυδ. Γ΄, 139.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
décrié.
Étymologie: ἐπί, ἐρῶ.