ἐπιπαρασκευάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιπαρασκευάζομαι''': [[παρασκευάζω]], προμηθεύω [[προσέτι]] δι᾿ ἐμαυτόν, καὶ εἴ τίς τι ἐνδεόμενος γνοίη τοῦτο ἐπιπαρασκευάσαιτο Ξεν. Κύρ. 6. 3, 1. | |lstext='''ἐπιπαρασκευάζομαι''': [[παρασκευάζω]], προμηθεύω [[προσέτι]] δι᾿ ἐμαυτόν, καὶ εἴ τίς τι ἐνδεόμενος γνοίη τοῦτο ἐπιπαρασκευάσαιτο Ξεν. Κύρ. 6. 3, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=se procurer en outre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], παρασκευάζομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
A provide oneself with besides, X.Cyr.6.3.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπαρασκευάζομαι: παρασκευάζω, προμηθεύω προσέτι δι᾿ ἐμαυτόν, καὶ εἴ τίς τι ἐνδεόμενος γνοίη τοῦτο ἐπιπαρασκευάσαιτο Ξεν. Κύρ. 6. 3, 1.
French (Bailly abrégé)
se procurer en outre.
Étymologie: ἐπί, παρασκευάζομαι.