εὐπροφάσιστος: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort

Menander, Monostichoi, 550
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐπροφάσιστος''': -ον, [[εὐάρμοστος]], [[εὔλογος]] κατὰ τὸ φαινόμενον, [[αἰτία]] Θουκ. 6. 105. 2) εὐκόλως ἀποδεχόμενος προφάσεις, Ἀππ. Καρχηδ. 64.
|lstext='''εὐπροφάσιστος''': -ον, [[εὐάρμοστος]], [[εὔλογος]] κατὰ τὸ φαινόμενον, [[αἰτία]] Θουκ. 6. 105. 2) εὐκόλως ἀποδεχόμενος προφάσεις, Ἀππ. Καρχηδ. 64.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sous un prétexte spécieux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[προφασίζομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπροφάσιστος Medium diacritics: εὐπροφάσιστος Low diacritics: ευπροφάσιστος Capitals: ΕΥΠΡΟΦΑΣΙΣΤΟΣ
Transliteration A: euprophásistos Transliteration B: euprophasistos Transliteration C: efprofasistos Beta Code: eu)profa/sistos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A with good pretext, plausible, αἰτία Th.6.105; ἀφορμαί Ptol.Tetr.2; -ιστον (sc. ἐστί) c. inf., App.BC3.76; εὐπροφάσιστα ἀδικεῖν Ph.2.496. Adv. -τως Ptol.Tetr.6, Vett.Val.286.14.    2 easily admitting of pretexts, App.Pun.64.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπροφάσιστος: -ον, εὐάρμοστος, εὔλογος κατὰ τὸ φαινόμενον, αἰτία Θουκ. 6. 105. 2) εὐκόλως ἀποδεχόμενος προφάσεις, Ἀππ. Καρχηδ. 64.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sous un prétexte spécieux.
Étymologie: εὖ, προφασίζομαι.