θέλημα: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θέλημα''': τό, ([[θέλω]]) [[θέλησις]], Ἀριστ. Φυτ. 1. 1, 7, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 21, Ἐκκλ. ΙΙ. ἐστί μοι θ. ἔν τινι, εὐχαρίστησις ἔν τινι.., Ἑβδ. (Ἐκκλ. ε΄, 3, πρβλ. ιβ΄, 1).
|lstext='''θέλημα''': τό, ([[θέλω]]) [[θέλησις]], Ἀριστ. Φυτ. 1. 1, 7, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 21, Ἐκκλ. ΙΙ. ἐστί μοι θ. ἔν τινι, εὐχαρίστησις ἔν τινι.., Ἑβδ. (Ἐκκλ. ε΄, 3, πρβλ. ιβ΄, 1).
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />volonté, désir.<br />'''Étymologie:''' [[θέλω]].
}}
}}

Revision as of 19:59, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέλημα Medium diacritics: θέλημα Low diacritics: θέλημα Capitals: ΘΕΛΗΜΑ
Transliteration A: thélēma Transliteration B: thelēma Transliteration C: thelima Beta Code: qe/lhma

English (LSJ)

ατος, τό, (θέλω)

   A will, Antipho Soph.58 (pl.), Aen.Tact. 18.19, LXX Es.1.8, al., Ev.Matt.7.21, POxy.924.8 (iv A.D.).    II ἔστιν μοι θ. ἔν τινι pleasure in... LXX Ec.12.1, cf. 5.3:—also θελ-ήμη, ἡ, Theognost.Can.112.

German (Pape)

[Seite 1192] τό, der Wille, N. T, z. B. Matth. 7, 10 u. K. S.

Greek (Liddell-Scott)

θέλημα: τό, (θέλω) θέλησις, Ἀριστ. Φυτ. 1. 1, 7, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 21, Ἐκκλ. ΙΙ. ἐστί μοι θ. ἔν τινι, εὐχαρίστησις ἔν τινι.., Ἑβδ. (Ἐκκλ. ε΄, 3, πρβλ. ιβ΄, 1).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
volonté, désir.
Étymologie: θέλω.