Ἰάς: Difference between revisions
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ἰάς''': -άδος, ἡ, θηλ. ἐπίθετ., Ἰωνική, στρατιή, ἐσθὴς Ἡρόδ. 5. 33, 87· τῇ Ἰάδι συγγενείᾳ Θουκ. 4. 61. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. (ἐξυπακουομ. τοῦ [[γυνή]]), γυνὴ ἐξ Ἰωνίας, Ἡρόδ. 1. 92. κτλ. 2) (ἐξυπακ. τοῦ [[γλῶσσα]]), ἡ Ἰωνικὴ [[διάλεκτος]], Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16. 3) Ἰωνικὸν [[ἄνθος]], = ἴον, Νικ. Ἀποσπ. 2. 2. ῐ, ἄλλὰ ῑ ἐν ἄρσει, Ἐπιγρ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. Θούριοι. | |lstext='''Ἰάς''': -άδος, ἡ, θηλ. ἐπίθετ., Ἰωνική, στρατιή, ἐσθὴς Ἡρόδ. 5. 33, 87· τῇ Ἰάδι συγγενείᾳ Θουκ. 4. 61. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. (ἐξυπακουομ. τοῦ [[γυνή]]), γυνὴ ἐξ Ἰωνίας, Ἡρόδ. 1. 92. κτλ. 2) (ἐξυπακ. τοῦ [[γλῶσσα]]), ἡ Ἰωνικὴ [[διάλεκτος]], Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16. 3) Ἰωνικὸν [[ἄνθος]], = ἴον, Νικ. Ἀποσπ. 2. 2. ῐ, ἄλλὰ ῑ ἐν ἄρσει, Ἐπιγρ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. Θούριοι. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=Ἰάδος<br /><b>1</b> <i>adj. f.</i> Ionienne;<br /><b>2</b> ἡ [[Ἰάς]] ([[διάλεκτος]]) dialecte ionien.<br />'''Étymologie:''' cf. [[Ἰάων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
άδος, ἡ, Adj. fem. Ionic, στρατιή, ἐσθής, Hdt.5.33,87; [γυνή] Id.1.92;
A τῇ Ἰάδι συγγενεία Th.4.61; διάλεκτος A.D.Adv.189.5, Str. 8.1.2; γλῶττα ibid.: as Subst., Luc.Hist.Conscr.16. 2 the Ionian flower,= ἴον, Nic.Fr.74.2. [ῐ, but ῑ in arsi, App.Anth.2.21.]
Greek (Liddell-Scott)
Ἰάς: -άδος, ἡ, θηλ. ἐπίθετ., Ἰωνική, στρατιή, ἐσθὴς Ἡρόδ. 5. 33, 87· τῇ Ἰάδι συγγενείᾳ Θουκ. 4. 61. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. (ἐξυπακουομ. τοῦ γυνή), γυνὴ ἐξ Ἰωνίας, Ἡρόδ. 1. 92. κτλ. 2) (ἐξυπακ. τοῦ γλῶσσα), ἡ Ἰωνικὴ διάλεκτος, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16. 3) Ἰωνικὸν ἄνθος, = ἴον, Νικ. Ἀποσπ. 2. 2. ῐ, ἄλλὰ ῑ ἐν ἄρσει, Ἐπιγρ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. Θούριοι.
French (Bailly abrégé)
Ἰάδος
1 adj. f. Ionienne;
2 ἡ Ἰάς (διάλεκτος) dialecte ionien.
Étymologie: cf. Ἰάων.