ἰξευτήρ: Difference between revisions
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰξευτήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ δι’ ἰξευτικῶν καλάμων, δηλ. μὲ «ἰξόβεργας» συλλαμβάνων πτηνά, Μανέθων 4. 339. | |lstext='''ἰξευτήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ δι’ ἰξευτικῶν καλάμων, δηλ. μὲ «ἰξόβεργας» συλλαμβάνων πτηνά, Μανέθων 4. 339. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ἰξευτής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A fowler, Man.4.339.
German (Pape)
[Seite 1255] ῆρος, ὁ, Vogelsteller mit Leimruthen, Man. 4, 339.
Greek (Liddell-Scott)
ἰξευτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ δι’ ἰξευτικῶν καλάμων, δηλ. μὲ «ἰξόβεργας» συλλαμβάνων πτηνά, Μανέθων 4. 339.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
c. ἰξευτής.