ἴτω: Difference between revisions
From LSJ
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἴτω''': ῐ, γ΄ ἑνικ. προστ. τοῦ [[εἶμι]], ἂς ὑπάγῃ, Ὅμ.· παρ᾽ Ἀττ. σχεδὸν ὡς [[ἐπιφώνημα]], ἐμπρός, καὶ ὅ τι θέλῃ ἂς γείνῃ, ἴτω· ποιήσω, πᾶσαν αἰσχύνην ἀφεὶς Σοφ. Φιλ. 120, Elmsl. εἰς Εὐρ. Μήδ. 780. | |lstext='''ἴτω''': ῐ, γ΄ ἑνικ. προστ. τοῦ [[εἶμι]], ἂς ὑπάγῃ, Ὅμ.· παρ᾽ Ἀττ. σχεδὸν ὡς [[ἐπιφώνημα]], ἐμπρός, καὶ ὅ τι θέλῃ ἂς γείνῃ, ἴτω· ποιήσω, πᾶσαν αἰσχύνην ἀφεὶς Σοφ. Φιλ. 120, Elmsl. εἰς Εὐρ. Μήδ. 780. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impér.</i> prés. 3ᵉ sg. de [[εἶμι]] aller;<br /><i>chez les Att. sorte d’exclamation</i> eh bien donc ! soit ! ; allons, c’en est fait ! ; qu’il aille (où il voudra) <i>càd</i> je le méprise. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], 3sg. imper. from εἶμι (
A ibo); in Trag. almost an exclam., go to! S.Ph.120; well, well! E.Med.798.
Greek (Liddell-Scott)
ἴτω: ῐ, γ΄ ἑνικ. προστ. τοῦ εἶμι, ἂς ὑπάγῃ, Ὅμ.· παρ᾽ Ἀττ. σχεδὸν ὡς ἐπιφώνημα, ἐμπρός, καὶ ὅ τι θέλῃ ἂς γείνῃ, ἴτω· ποιήσω, πᾶσαν αἰσχύνην ἀφεὶς Σοφ. Φιλ. 120, Elmsl. εἰς Εὐρ. Μήδ. 780.
French (Bailly abrégé)
impér. prés. 3ᵉ sg. de εἶμι aller;
chez les Att. sorte d’exclamation eh bien donc ! soit ! ; allons, c’en est fait ! ; qu’il aille (où il voudra) càd je le méprise.