καινοπηγής: Difference between revisions
From LSJ
μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καινοπηγής''': -ές, νεωστὶ συμπαγείς, κατασκευασθείς, Αἰσχύλ. Θήβ. 642. | |lstext='''καινοπηγής''': -ές, νεωστὶ συμπαγείς, κατασκευασθείς, Αἰσχύλ. Θήβ. 642. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />nouvellement fabriqué.<br />'''Étymologie:''' [[καινός]], [[πήγνυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A newly put together, new-made, A.Th.642.
German (Pape)
[Seite 1294] ές, neu gefügt, gemacht, σάκος Aesch. Spt. 624.
Greek (Liddell-Scott)
καινοπηγής: -ές, νεωστὶ συμπαγείς, κατασκευασθείς, Αἰσχύλ. Θήβ. 642.