καμινευτήρ: Difference between revisions
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰμῑνευτήρ''': ῆρος, ὁ, [[καμινευτικός]], αὐλὸς [[καμινευτήρ]], ὁ σωλὴν φυσητηρίων χαλκέως, Ἀνθ. Π. 6. 92. | |lstext='''κᾰμῑνευτήρ''': ῆρος, ὁ, [[καμινευτικός]], αὐλὸς [[καμινευτήρ]], ὁ σωλὴν φυσητηρίων χαλκέως, Ἀνθ. Π. 6. 92. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m.</i><br />qui attise le feu du fourneau, de la forge.<br />'''Étymologie:''' [[καμινεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, = foreg.; αὐλὸς κ. the pipe
A of a smith's bellows, AP6.92 (Phil.):—fem. κᾰμῑν-εύτρια Aristarch. ap.Eust. 1835.41, Hsch. s.v. καμινοῖ.
German (Pape)
[Seite 1317] ῆρος, ὁ, dasselbe; αὐλός, Schmelz-, Löthrohr, Philp. 76 (VI, 92).
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμῑνευτήρ: ῆρος, ὁ, καμινευτικός, αὐλὸς καμινευτήρ, ὁ σωλὴν φυσητηρίων χαλκέως, Ἀνθ. Π. 6. 92.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
qui attise le feu du fourneau, de la forge.
Étymologie: καμινεύω.