καταπέρδω: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(6_21) |
(Bailly1_3) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταπέρδω''': τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ -[[πέρδομαι]]: ἀόρ. κατέπαρδον: πρκμ. καταπέπορδα·- κλάνω ἐνώπιόν τινος ἢ κατά τινος· χυδαία [[ἔκφρασις]], - τινός, εἰς [[σημεῖον]] περιφρονήσεως, τὸ τοῦ Ὁρατίου oppedere alicui, τῶν χειροτεχνῶν καὶ τῆς πενίας κατέπαρδον Ἀριστοφ. Πλ. 617, Σφ. 618, Εἰρ. 547· τῶν ληρούντων Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 28. | |lstext='''καταπέρδω''': τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ -[[πέρδομαι]]: ἀόρ. κατέπαρδον: πρκμ. καταπέπορδα·- κλάνω ἐνώπιόν τινος ἢ κατά τινος· χυδαία [[ἔκφρασις]], - τινός, εἰς [[σημεῖον]] περιφρονήσεως, τὸ τοῦ Ὁρατίου oppedere alicui, τῶν χειροτεχνῶν καὶ τῆς πενίας κατέπαρδον Ἀριστοφ. Πλ. 617, Σφ. 618, Εἰρ. 547· τῶν ληρούντων Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 28. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.2</i> κατέπαρδον;<br />péter au nez de ; se moquer de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], πέρδω. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 1369] (s. πέρδω), Einem ins Gesicht farzen, oppedere, τινός, gemeiner Ausdruck für verachten; τῆς πενίας Ar. Plut. 617, τοῦ σοῦ δίνου κατέπαρδεν Vesp. 618; Epicrat. bei Ath. II, 59 f.
Greek (Liddell-Scott)
καταπέρδω: τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ -πέρδομαι: ἀόρ. κατέπαρδον: πρκμ. καταπέπορδα·- κλάνω ἐνώπιόν τινος ἢ κατά τινος· χυδαία ἔκφρασις, - τινός, εἰς σημεῖον περιφρονήσεως, τὸ τοῦ Ὁρατίου oppedere alicui, τῶν χειροτεχνῶν καὶ τῆς πενίας κατέπαρδον Ἀριστοφ. Πλ. 617, Σφ. 618, Εἰρ. 547· τῶν ληρούντων Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 28.
French (Bailly abrégé)
ao.2 κατέπαρδον;
péter au nez de ; se moquer de, gén..
Étymologie: κατά, πέρδω.