κατακρήμναμαι: Difference between revisions
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατακρήμνᾰμαι''': μέσ.,= [[κατακρέμαμαι]], Ἱππ. 464. 20, Ἀριστοφ. Νεφ. 377· παρατατ. κατεκρημνῶντο (ἐκ τοῦ κατακρημνάομαι), Ὁμ. Ὕμν. 6. 39. | |lstext='''κατακρήμνᾰμαι''': μέσ.,= [[κατακρέμαμαι]], Ἱππ. 464. 20, Ἀριστοφ. Νεφ. 377· παρατατ. κατεκρημνῶντο (ἐκ τοῦ κατακρημνάομαι), Ὁμ. Ὕμν. 6. 39. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=être suspendu, bringuebaler.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κρήμναμαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
Pass.,
A = κατακρέμαμαι, Hp.Morb.2.10, Ar.Nu. 377: impf. κατεκρημνῶντο (from κατακρεμ-κρημνάομαι) h.Bacch.39, prob. in Dsc.4.46, J.AJ3.7.5.
German (Pape)
[Seite 1356] herabhangen, von den Wolken, Ar. Nubb. 376, Schol. κρεμάμεναι ἐκ τοῦ ἀέρος.
Greek (Liddell-Scott)
κατακρήμνᾰμαι: μέσ.,= κατακρέμαμαι, Ἱππ. 464. 20, Ἀριστοφ. Νεφ. 377· παρατατ. κατεκρημνῶντο (ἐκ τοῦ κατακρημνάομαι), Ὁμ. Ὕμν. 6. 39.