κατασκιρτάω: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(6_20)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασκιρτάω''': πηδῶ [[κάτω]] ἀπό τινος, τοῦ βήματος Πλούτ. 2. 790C, κτλ. 2) πηδῶ ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], Αἰλ. π. Ζ. 5. 6. ΙΙ. πηδῶ ἐπί τινος, καταφρονῶ, τινος [[αὐτόθι]] 2. 6, Πολύαιν. 8. 23, 7, κτλ.· ἀντίθετ. τοῖς συνεργεῖν καὶ ὑπουργεῖν, Θεοδώρητ. 4, 4, σ. 1028.
|lstext='''κατασκιρτάω''': πηδῶ [[κάτω]] ἀπό τινος, τοῦ βήματος Πλούτ. 2. 790C, κτλ. 2) πηδῶ ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], Αἰλ. π. Ζ. 5. 6. ΙΙ. πηδῶ ἐπί τινος, καταφρονῶ, τινος [[αὐτόθι]] 2. 6, Πολύαιν. 8. 23, 7, κτλ.· ἀντίθετ. τοῖς συνεργεῖν καὶ ὑπουργεῖν, Θεοδώρητ. 4, 4, σ. 1028.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> sauter à bas de, gén.;<br /><b>2</b> sauter sur : <i>fig.</i> τινος sur qqn, le fouler aux pieds, lui témoigner son mépris;<br /><b>3</b> sauter, bondir autour.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σκιρτάω]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκιρτάω Medium diacritics: κατασκιρτάω Low diacritics: κατασκιρτάω Capitals: ΚΑΤΑΣΚΙΡΤΑΩ
Transliteration A: kataskirtáō Transliteration B: kataskirtaō Transliteration C: kataskirtao Beta Code: kataskirta/w

English (LSJ)

   A leap upon, τοῦ βήματος Plu.2.790c.    2 leap about, Ael.NA5.6.    II metaph., show contempt for, τινος ib.2.6, Polyaen. 8.23.7, etc.

German (Pape)

[Seite 1379] darauf springen, Ael. H. A. 2, 6 u. a. Sp., τινός, Plut.; verhöhnen, verspotten, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκιρτάω: πηδῶ κάτω ἀπό τινος, τοῦ βήματος Πλούτ. 2. 790C, κτλ. 2) πηδῶ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, Αἰλ. π. Ζ. 5. 6. ΙΙ. πηδῶ ἐπί τινος, καταφρονῶ, τινος αὐτόθι 2. 6, Πολύαιν. 8. 23, 7, κτλ.· ἀντίθετ. τοῖς συνεργεῖν καὶ ὑπουργεῖν, Θεοδώρητ. 4, 4, σ. 1028.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 sauter à bas de, gén.;
2 sauter sur : fig. τινος sur qqn, le fouler aux pieds, lui témoigner son mépris;
3 sauter, bondir autour.
Étymologie: κατά, σκιρτάω.