κλύμενος: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον → Justice seeks the grievance for the dead, Justice doth exact the dead man's due

Source
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλύμενος''': ῠ, η, ον, = [[κλυτός]], [[ἔνδοξος]] (ἐπὶ καλοῦ) ἢ [[διαβόητος]] (ἐπὶ κακοῦ), ὡς τὸ Λατ. famosus, Ἀντίμ. 65, Θεόκρ. 14. 26· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς κύριον [[ὄνομα]], Κλύμενος, ἐπὶ τοῦ θεοῦ τοῦ [[κάτω]] κόσμου, Ἀνθ. Π. 7. 9, 189, Παυσ. 2. 35, κτλ.· ― ἂν καὶ τὰ Κλύμενος, Κλυμένη ἀπαντῶσι καὶ παρ’ Ὁμ. ὡς κύρια ὀνόματα.
|lstext='''κλύμενος''': ῠ, η, ον, = [[κλυτός]], [[ἔνδοξος]] (ἐπὶ καλοῦ) ἢ [[διαβόητος]] (ἐπὶ κακοῦ), ὡς τὸ Λατ. famosus, Ἀντίμ. 65, Θεόκρ. 14. 26· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς κύριον [[ὄνομα]], Κλύμενος, ἐπὶ τοῦ θεοῦ τοῦ [[κάτω]] κόσμου, Ἀνθ. Π. 7. 9, 189, Παυσ. 2. 35, κτλ.· ― ἂν καὶ τὰ Κλύμενος, Κλυμένη ἀπαντῶσι καὶ παρ’ Ὁμ. ὡς κύρια ὀνόματα.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />renommé, célèbre.<br />'''Étymologie:''' [[κλύω]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλύμενος Medium diacritics: κλύμενος Low diacritics: κλύμενος Capitals: ΚΛΥΜΕΝΟΣ
Transliteration A: klýmenos Transliteration B: klymenos Transliteration C: klymenos Beta Code: klu/menos

English (LSJ)

[ῠ], η, ον,

   A = κλυτός, famous or infamous, Antim.68 (v. foreg. 4); ἔρως Theoc.14.26:—mostly as pr. n., Κλύμενος, god of the nether world, AP7.9 (Damag.), 189 (Aristodic.), Paus.2.35.4.

German (Pape)

[Seite 1457] part. syncop. von κλύω, wie κλυτός, gerühmt, gefeiert, Theocr. 14, 26; bes. poet. Beiwort des Gottes der Unterwelt, Paus. 2, 35, 9; Damaget. 5 (VII, 9); Aristodie. 2 (VII, 189); nach Suid. ὅτι πάντας προσκαλεῖται εἰς ἑαυτόν, weil er von Allen gehört wird. S. auch nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

κλύμενος: ῠ, η, ον, = κλυτός, ἔνδοξος (ἐπὶ καλοῦ) ἢ διαβόητος (ἐπὶ κακοῦ), ὡς τὸ Λατ. famosus, Ἀντίμ. 65, Θεόκρ. 14. 26· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς κύριον ὄνομα, Κλύμενος, ἐπὶ τοῦ θεοῦ τοῦ κάτω κόσμου, Ἀνθ. Π. 7. 9, 189, Παυσ. 2. 35, κτλ.· ― ἂν καὶ τὰ Κλύμενος, Κλυμένη ἀπαντῶσι καὶ παρ’ Ὁμ. ὡς κύρια ὀνόματα.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
renommé, célèbre.
Étymologie: κλύω.