κουρικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κουρικός''': -ή, -όν, (κουρὰ) [[κατάλληλος]] πρὸς κουράν, [[μάχαιρα]] Πλουτ. Δίων 9˙ αἱ δύο μάχαιραι αἱ κ. Κλήμ. Ἀλ. 290. ΙΙ. ([[κοῦρος]]) ὡς [[νεανίας]]˙ ― -κῶς, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λέξ. [[κουρίξ]]. | |lstext='''κουρικός''': -ή, -όν, (κουρὰ) [[κατάλληλος]] πρὸς κουράν, [[μάχαιρα]] Πλουτ. Δίων 9˙ αἱ δύο μάχαιραι αἱ κ. Κλήμ. Ἀλ. 290. ΙΙ. ([[κοῦρος]]) ὡς [[νεανίας]]˙ ― -κῶς, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λέξ. [[κουρίξ]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui sert à tondre, à raser.<br />'''Étymologie:''' [[κουρά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (κουρά)
A for cutting the hair, μάχαιραι Plu.Dio9: as Subst., κουρικός (sc. δίφρος), ὁ, barber's chair, Sammelb.4292; δίφρου τετραπόδου καὶ κουρικοῦ ξυλίνου POxy.646 (ii A. D.). II (κοῦρος A) like a youth. Adv. -κῶς Apollon.Lex.s.v.κουρίξ.
Greek (Liddell-Scott)
κουρικός: -ή, -όν, (κουρὰ) κατάλληλος πρὸς κουράν, μάχαιρα Πλουτ. Δίων 9˙ αἱ δύο μάχαιραι αἱ κ. Κλήμ. Ἀλ. 290. ΙΙ. (κοῦρος) ὡς νεανίας˙ ― -κῶς, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λέξ. κουρίξ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui sert à tondre, à raser.
Étymologie: κουρά.