κλήθρα: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλήθρα''': Ἰων -ρη, ἡ, [[εἶδος]] δένδρου παρυδατίου, [[ὅπερ]] νῦν καλεῖται «σκλῆθρος» ἢ «κλέθρα», Ὀδ. Ε. 64, 239, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 4, 3., 3. 3, 1. | |lstext='''κλήθρα''': Ἰων -ρη, ἡ, [[εἶδος]] δένδρου παρυδατίου, [[ὅπερ]] νῦν καλεῖται «σκλῆθρος» ἢ «κλέθρα», Ὀδ. Ε. 64, 239, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 4, 3., 3. 3, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />aune, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG -. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. κλήθ-ρη, ἡ,
A alder, Alnus glutinosa, Od.5.64, 239, Thphr. HP1.4.3, 3.3.1.
German (Pape)
[Seite 1450] ἡ, ion. κλήθρη, die Erle, Eller, Else; Od. 5, 239; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κλήθρα: Ἰων -ρη, ἡ, εἶδος δένδρου παρυδατίου, ὅπερ νῦν καλεῖται «σκλῆθρος» ἢ «κλέθρα», Ὀδ. Ε. 64, 239, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 4, 3., 3. 3, 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
aune, arbre.
Étymologie: DELG -.