κοχώνη: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοχώνη''': ἡ, τὸ [[μέρος]] τὸ μεταξὺ τῶν αἰδοίων καὶ τῆς ἕδρας, Ἱππ. 1143G· καὶ ἐν τῷ πληθ., 647, 32, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 406· δυϊκ. τὰ κοχώνᾱ, «τὰ ἰσχία, καὶ τὰ ὅμοια» (Ἡσύχ.) Ἀριστοφ. Ἱππ. 424, 484. (Ἡ πρώτη [[ἔννοια]] φαίνεται ἐκ τῆς κοιλότητος· πρβλ. Σανσκρ. kaksh-as (axilla), kuksh-as (venter)· Λατ. cox-a, cox-en-dix· Ἀρχ. Γερ. hahs-a (poples).) ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κοχῶναι τὸ ἱερὸν [[ὀστοῦν]] τὸ τῆς ῥάχεως πρὸς τῷ δακτυλίῳ, οἱ δὲ τοῦ ἱεροῦ ὀστέου τὰ [[ἑκατέρωθεν]] μέρη, τίθεται δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ ἰσχίου».
|lstext='''κοχώνη''': ἡ, τὸ [[μέρος]] τὸ μεταξὺ τῶν αἰδοίων καὶ τῆς ἕδρας, Ἱππ. 1143G· καὶ ἐν τῷ πληθ., 647, 32, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 406· δυϊκ. τὰ κοχώνᾱ, «τὰ ἰσχία, καὶ τὰ ὅμοια» (Ἡσύχ.) Ἀριστοφ. Ἱππ. 424, 484. (Ἡ πρώτη [[ἔννοια]] φαίνεται ἐκ τῆς κοιλότητος· πρβλ. Σανσκρ. kaksh-as (axilla), kuksh-as (venter)· Λατ. cox-a, cox-en-dix· Ἀρχ. Γερ. hahs-a (poples).) ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κοχῶναι τὸ ἱερὸν [[ὀστοῦν]] τὸ τῆς ῥάχεως πρὸς τῷ δακτυλίῳ, οἱ δὲ τοῦ ἱεροῦ ὀστέου τὰ [[ἑκατέρωθεν]] μέρη, τίθεται δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ ἰσχίου».
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />région des hanches jusqu’à l’anus.<br />'''Étymologie:''' DELG <i>skr.</i> jaghána « le derrière ».
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοχώνη Medium diacritics: κοχώνη Low diacritics: κοχώνη Capitals: ΚΟΧΩΝΗ
Transliteration A: kochṓnē Transliteration B: kochōnē Transliteration C: kochoni Beta Code: koxw/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A perineum, Hp.Epid.5.7: in pl., Id.Mul.2.131, Eup.77, Ar.Fr.482, etc.; ἕαται ὅκως νεοσσοὶ τὰς κοχώνας θάλποντες Herod.7. 48: dual, τὼ κοχώνᾱ Ar.Eq.424,484. (Variously expld. by Gramm. ap.Erot.Fr.17; = γλουτοί, acc. to Poll.2.183.) (Cf. Skt. jaghánam 'buttock', 'pudendum'.)

Greek (Liddell-Scott)

κοχώνη: ἡ, τὸ μέρος τὸ μεταξὺ τῶν αἰδοίων καὶ τῆς ἕδρας, Ἱππ. 1143G· καὶ ἐν τῷ πληθ., 647, 32, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 406· δυϊκ. τὰ κοχώνᾱ, «τὰ ἰσχία, καὶ τὰ ὅμοια» (Ἡσύχ.) Ἀριστοφ. Ἱππ. 424, 484. (Ἡ πρώτη ἔννοια φαίνεται ἐκ τῆς κοιλότητος· πρβλ. Σανσκρ. kaksh-as (axilla), kuksh-as (venter)· Λατ. cox-a, cox-en-dix· Ἀρχ. Γερ. hahs-a (poples).) ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κοχῶναι τὸ ἱερὸν ὀστοῦν τὸ τῆς ῥάχεως πρὸς τῷ δακτυλίῳ, οἱ δὲ τοῦ ἱεροῦ ὀστέου τὰ ἑκατέρωθεν μέρη, τίθεται δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ ἰσχίου».

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
région des hanches jusqu’à l’anus.
Étymologie: DELG skr. jaghána « le derrière ».