κοναβέω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied

Menander, Monostichoi, 109
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κονᾰβέω''': ([[κόναβος]]) Ἐπικ. ῥῆμ., ἠχῶ, ψοφῶ, ἀντηχῶ, ἀποτελῶ ἦχον, κλαγγήν, ἰδίως ἐπὶ μεταλλικῶν σωμάτων, ἀμφὶ δὲ [[πήληξ]] σμερδαλέον κονάβησε Ἰλ. Ο. 648, πρβλ. Φ. 593 (ἴδε [[κοναβίζω]])· ἀντηχῶ, ἀμφὶ δὲ [[νῆες]] σμερδαλέον κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ’ Ἀχαιῶν Β. 334., Π. 277· ἀμφὶ δὲ [[δῶμα]] σμ. κον. Ὀδ. Ρ. 542· ἀμφὶ δὲ [[γαῖα]] σμ. κον. Ἡσ. Θ. 840.
|lstext='''κονᾰβέω''': ([[κόναβος]]) Ἐπικ. ῥῆμ., ἠχῶ, ψοφῶ, ἀντηχῶ, ἀποτελῶ ἦχον, κλαγγήν, ἰδίως ἐπὶ μεταλλικῶν σωμάτων, ἀμφὶ δὲ [[πήληξ]] σμερδαλέον κονάβησε Ἰλ. Ο. 648, πρβλ. Φ. 593 (ἴδε [[κοναβίζω]])· ἀντηχῶ, ἀμφὶ δὲ [[νῆες]] σμερδαλέον κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ’ Ἀχαιῶν Β. 334., Π. 277· ἀμφὶ δὲ [[δῶμα]] σμ. κον. Ὀδ. Ρ. 542· ἀμφὶ δὲ [[γαῖα]] σμ. κον. Ἡσ. Θ. 840.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> résonner, retentir;<br /><b>2</b> renvoyer l’écho, retentir.<br />'''Étymologie:''' [[κόναβος]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονᾰβέω Medium diacritics: κοναβέω Low diacritics: κοναβέω Capitals: ΚΟΝΑΒΕΩ
Transliteration A: konabéō Transliteration B: konabeō Transliteration C: konaveo Beta Code: konabe/w

English (LSJ)

(κόναβος) Ep. Verb,

   A resound, clash, ring, esp. of metallic bodies, ἀμφὶ δὲ πήληξ σμερδαλέον κονάβησε Il.15.648, cf. 21.593: late in pres., AP11.144 (Cereal.); re-echo, ἀμφὶ δὲ νῆες σμερδαλέον κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ' Ἀχαιῶν Il.2.334, 16.277; ἀμφὶ δὲ δῶμα σμ. κον. Od. 17.542; ἀμφὶ δὲ γαῖα σμ. κον. Hes.Th.840: late in Prose, of a river, Sch.Opp.C.2.145.

German (Pape)

[Seite 1480] tönen, klingen, rasseln; von metallenen Körpern, Il. 15, 648. 21, 593; ertönen, wiederhallen, ἀμφὶ δὲ νῆες σμερδαλέον κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ' Ἀχαιῶν 2, 334, vgl. Od. 17, 542; ἀμφὶ δὲ γαῖα σμερδαλέον κονάβησε Hes. Th. 839.

Greek (Liddell-Scott)

κονᾰβέω: (κόναβος) Ἐπικ. ῥῆμ., ἠχῶ, ψοφῶ, ἀντηχῶ, ἀποτελῶ ἦχον, κλαγγήν, ἰδίως ἐπὶ μεταλλικῶν σωμάτων, ἀμφὶ δὲ πήληξ σμερδαλέον κονάβησε Ἰλ. Ο. 648, πρβλ. Φ. 593 (ἴδε κοναβίζω)· ἀντηχῶ, ἀμφὶ δὲ νῆες σμερδαλέον κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ’ Ἀχαιῶν Β. 334., Π. 277· ἀμφὶ δὲ δῶμα σμ. κον. Ὀδ. Ρ. 542· ἀμφὶ δὲ γαῖα σμ. κον. Ἡσ. Θ. 840.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 résonner, retentir;
2 renvoyer l’écho, retentir.
Étymologie: κόναβος.