κροτησμός: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κροτησμός''': ὁ, = [[κρότος]], εἰκώ... πυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσα, ὑφισταμένη πυκνὰ κτυπήματα, ἐπὶ τῶν κτυπημάτων καὶ τοῦ κρότου τῶν ἐπὶ τῆς φερούσης τὴν εἰκόνα ἀσπίδος ῥιπτομένων δοράτων, Αἰσχύλ. Θήβ. 561.
|lstext='''κροτησμός''': ὁ, = [[κρότος]], εἰκώ... πυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσα, ὑφισταμένη πυκνὰ κτυπήματα, ἐπὶ τῶν κτυπημάτων καὶ τοῦ κρότου τῶν ἐπὶ τῆς φερούσης τὴν εἰκόνα ἀσπίδος ῥιπτομένων δοράτων, Αἰσχύλ. Θήβ. 561.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />bruit de choses qui s’entrechoquent.<br />'''Étymologie:''' [[κροτέω]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροτησμός Medium diacritics: κροτησμός Low diacritics: κροτησμός Capitals: ΚΡΟΤΗΣΜΟΣ
Transliteration A: krotēsmós Transliteration B: krotēsmos Transliteration C: krotismos Beta Code: krothsmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = κρότος, [ἀσπὶς] πυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσα A.Th.561.

German (Pape)

[Seite 1513] ὁ, = Vorigem; πυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ' ὑπὸ πτόλιν Aesch. Spt. 543, vom Schleudern der Lanzen auf die Schilder, das einen hellen Klang hervorbringt.

Greek (Liddell-Scott)

κροτησμός: ὁ, = κρότος, εἰκώ... πυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσα, ὑφισταμένη πυκνὰ κτυπήματα, ἐπὶ τῶν κτυπημάτων καὶ τοῦ κρότου τῶν ἐπὶ τῆς φερούσης τὴν εἰκόνα ἀσπίδος ῥιπτομένων δοράτων, Αἰσχύλ. Θήβ. 561.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
bruit de choses qui s’entrechoquent.
Étymologie: κροτέω.