κωμόπολις: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κωμόπολις''': -εως, ὁ, ([[κώμη]]), [[πόλις]] μικρὰ ὡς [[χωρίον]], μὴ δυναμένη νὰ ὀνομασθῇ [[πόλις]], Στράβ. 537, 557, 568, Κ. Δ.
|lstext='''κωμόπολις''': -εως, ὁ, ([[κώμη]]), [[πόλις]] μικρὰ ὡς [[χωρίον]], μὴ δυναμένη νὰ ὀνομασθῇ [[πόλις]], Στράβ. 537, 557, 568, Κ. Δ.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />gros bourg, petite ville.<br />'''Étymologie:''' [[κώμη]], [[πόλις]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωμόπολις Medium diacritics: κωμόπολις Low diacritics: κωμόπολις Capitals: ΚΩΜΟΠΟΛΙΣ
Transliteration A: kōmópolis Transliteration B: kōmopolis Transliteration C: komopolis Beta Code: kwmo/polis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A village-town, i.e. a place not entitled to be called a πόλις, Str.12.2.6, al., Ev.Marc.1.38.

German (Pape)

[Seite 1544] εως, ἡ, ein stadtähnliches, großes Dorf, Marktflecken, Strab. XII, 517. 557.

Greek (Liddell-Scott)

κωμόπολις: -εως, ὁ, (κώμη), πόλις μικρὰ ὡς χωρίον, μὴ δυναμένη νὰ ὀνομασθῇ πόλις, Στράβ. 537, 557, 568, Κ. Δ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
gros bourg, petite ville.
Étymologie: κώμη, πόλις.