ληκάω: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
(6_2) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ληκάω''': [[λαικάζω]]: ἀπαρ. ἀορ. ληκῆσαι Φερεκράτ. ἐν Ἀδήλ 44. - Παθ., ἐπὶ γυναικός, Ἀριστοφ. Θεσμ. 494· ληκούμεσθ’ ([[οὕτως]] ἀντὶ ληκώμεσθ’) ὅλην τὴν νύκτα, [[τουτέστι]] διαπαιζόμεθα, Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ. | |lstext='''ληκάω''': [[λαικάζω]]: ἀπαρ. ἀορ. ληκῆσαι Φερεκράτ. ἐν Ἀδήλ 44. - Παθ., ἐπὶ γυναικός, Ἀριστοφ. Θεσμ. 494· ληκούμεσθ’ ([[οὕτως]] ἀντὶ ληκώμεσθ’) ὅλην τὴν νύκτα, [[τουτέστι]] διαπαιζόμεθα, Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[βινέω]], « sauter » (une femme) Hsch.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[λικερτίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
(ληκώ)
A = λαικάζω, aor. inf. ληκῆσαι Pherecr.177:—Pass., of the woman, Ar.Th.493; ληκούμεσθ' (sic) Pherecr.l.c. II ληκᾶν· τὸ πρὸς ᾠδὴν ὀρχεῖσθαι, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ληκάω: λαικάζω: ἀπαρ. ἀορ. ληκῆσαι Φερεκράτ. ἐν Ἀδήλ 44. - Παθ., ἐπὶ γυναικός, Ἀριστοφ. Θεσμ. 494· ληκούμεσθ’ (οὕτως ἀντὶ ληκώμεσθ’) ὅλην τὴν νύκτα, τουτέστι διαπαιζόμεθα, Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. βινέω, « sauter » (une femme) Hsch.
Étymologie: DELG cf. λικερτίζω.