κυκλοβορέω: Difference between revisions

From LSJ

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
(6_12)
 
(Bailly1_3)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυκλοβορέω''': ἠχῶ ὡς ὁ χείμαρρος [[Κυκλοβόρος]] ἐν Ἀττικῇ, [[κραυγάζω]] [[ἐναντίον]] τινός, κατεγλώττιζέ μου κἀκυκλοβόρει Ἀριστοφ. Ἀχ. 381.
|lstext='''κυκλοβορέω''': ἠχῶ ὡς ὁ χείμαρρος [[Κυκλοβόρος]] ἐν Ἀττικῇ, [[κραυγάζω]] [[ἐναντίον]] τινός, κατεγλώττιζέ μου κἀκυκλοβόρει Ἀριστοφ. Ἀχ. 381.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire autant de bruit que le Cycloborus.<br />'''Étymologie:''' [[Κυκλοβόρος]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

κυκλοβορέω: ἠχῶ ὡς ὁ χείμαρρος Κυκλοβόρος ἐν Ἀττικῇ, κραυγάζω ἐναντίον τινός, κατεγλώττιζέ μου κἀκυκλοβόρει Ἀριστοφ. Ἀχ. 381.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire autant de bruit que le Cycloborus.
Étymologie: Κυκλοβόρος.