κυκλοβορέω: Difference between revisions
From LSJ
Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυκλοβορέω''': ἠχῶ ὡς ὁ χείμαρρος [[Κυκλοβόρος]] ἐν Ἀττικῇ, [[κραυγάζω]] [[ἐναντίον]] τινός, κατεγλώττιζέ μου κἀκυκλοβόρει Ἀριστοφ. Ἀχ. 381. | |lstext='''κυκλοβορέω''': ἠχῶ ὡς ὁ χείμαρρος [[Κυκλοβόρος]] ἐν Ἀττικῇ, [[κραυγάζω]] [[ἐναντίον]] τινός, κατεγλώττιζέ μου κἀκυκλοβόρει Ἀριστοφ. Ἀχ. 381. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />faire autant de bruit que le Cycloborus.<br />'''Étymologie:''' [[Κυκλοβόρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
κυκλοβορέω: ἠχῶ ὡς ὁ χείμαρρος Κυκλοβόρος ἐν Ἀττικῇ, κραυγάζω ἐναντίον τινός, κατεγλώττιζέ μου κἀκυκλοβόρει Ἀριστοφ. Ἀχ. 381.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire autant de bruit que le Cycloborus.
Étymologie: Κυκλοβόρος.