λινοθώρηξ: Difference between revisions

From LSJ

γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon

Menander, Monostichoi, 205
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐνοθώρηξ''': ηκος, ὁ, ἡ, Ἰων. ἀντὶ λινoθώραξ, ὁ φορῶν θώρακα ἐκ λίνου, Ἰλ. Β. 529, 830˙ ἐπὶ τῶν Περσῶν, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 2.
|lstext='''λῐνοθώρηξ''': ηκος, ὁ, ἡ, Ἰων. ἀντὶ λινoθώραξ, ὁ φορῶν θώρακα ἐκ λίνου, Ἰλ. Β. 529, 830˙ ἐπὶ τῶν Περσῶν, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 2.
}}
{{bailly
|btext=ηκος (ὁ, ἡ)<br />à la cuirasse de lin.<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]], [[θώρηξ]] ion. p. [[θώραξ]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 49] ηκος, mit leinenem Harnisch, Il. 2, 529. 830; orac. bei Schol. Theocr. 14, 48.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνοθώρηξ: ηκος, ὁ, ἡ, Ἰων. ἀντὶ λινoθώραξ, ὁ φορῶν θώρακα ἐκ λίνου, Ἰλ. Β. 529, 830˙ ἐπὶ τῶν Περσῶν, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 2.

French (Bailly abrégé)

ηκος (ὁ, ἡ)
à la cuirasse de lin.
Étymologie: λίνον, θώρηξ ion. p. θώραξ.