λευκοχίτων: Difference between revisions

From LSJ
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκοχίτων''': [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, λευκὸν χιτῶνα φορῶν, ἥπατα Βατρ. 37.
|lstext='''λευκοχίτων''': [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, λευκὸν χιτῶνα φορῶν, ἥπατα Βατρ. 37.
}}
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />à tunique blanche.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[χιτών]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 35] ωνος, weiß gekleidet, ἥπατα, Batrachom. 37.

Greek (Liddell-Scott)

λευκοχίτων: [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, λευκὸν χιτῶνα φορῶν, ἥπατα Βατρ. 37.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
à tunique blanche.
Étymologie: λευκός, χιτών.