λιθοξόος: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐθοξόος''': ὁ, (ξέω) [[ἐργάτης]] λίθου ἢ μαρμάρου, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 2. 19, Ἀνθ. Π. 5. 15, Λουκ. Ἐνύπν. 9, [[ἔνθα]] ἴδε Hemst.
|lstext='''λῐθοξόος''': ὁ, (ξέω) [[ἐργάτης]] λίθου ἢ μαρμάρου, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 2. 19, Ἀνθ. Π. 5. 15, Λουκ. Ἐνύπν. 9, [[ἔνθα]] ἴδε Hemst.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />tailleur de pierres.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[ξέω]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 45] Steine glättend, behauend, bearbeitend, ὁ λ., der Steinmetz, Plut. u. a. Sp., Rufin. 13 (V, 15); Man. 6, 419, von Thom. Mag. verworfen.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοξόος: ὁ, (ξέω) ἐργάτης λίθου ἢ μαρμάρου, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 2. 19, Ἀνθ. Π. 5. 15, Λουκ. Ἐνύπν. 9, ἔνθα ἴδε Hemst.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
tailleur de pierres.
Étymologie: λίθος, ξέω.