λυτός: Difference between revisions

From LSJ

ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far

Source
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῠτός''': -ή, -όν, (λύω) ὃν δύναταί τις νὰ λύσῃ, Πλάτ. Τίμ. 41Α, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ διαλύσῃ, [[εὐδιάλυτος]], ὑπό τινος [[αὐτόθι]] 43D, 60D, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 12: ― λυτῶς ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 25. ΙΙΙ. ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων καὶ δυσκολιῶν, ὃν δύναταί τις νὰ λύσῃ, νὰ ἀναιρέσῃ, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 2, 18.
|lstext='''λῠτός''': -ή, -όν, (λύω) ὃν δύναταί τις νὰ λύσῃ, Πλάτ. Τίμ. 41Α, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ διαλύσῃ, [[εὐδιάλυτος]], ὑπό τινος [[αὐτόθι]] 43D, 60D, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 12: ― λυτῶς ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 25. ΙΙΙ. ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων καὶ δυσκολιῶν, ὃν δύναταί τις νὰ λύσῃ, νὰ ἀναιρέσῃ, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 2, 18.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui peut être résolu <i>ou</i> réfuté.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[λύω]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυτός Medium diacritics: λυτός Low diacritics: λυτός Capitals: ΛΥΤΟΣ
Transliteration A: lytós Transliteration B: lytos Transliteration C: lytos Beta Code: luto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A that may be untied, Pl.Ti.41b, al.    II that may be dissolved, soluble, ὑφ' ὕδατος ib.60d, cf. Arist. Mete.383b13. Adv. -τῶς solubly, Id.PA649a32.    III of arguments and problems, refutable, soluble, Id.Rh.1357b13.

Greek (Liddell-Scott)

λῠτός: -ή, -όν, (λύω) ὃν δύναταί τις νὰ λύσῃ, Πλάτ. Τίμ. 41Α, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ διαλύσῃ, εὐδιάλυτος, ὑπό τινος αὐτόθι 43D, 60D, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 12: ― λυτῶς ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 25. ΙΙΙ. ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων καὶ δυσκολιῶν, ὃν δύναταί τις νὰ λύσῃ, νὰ ἀναιρέσῃ, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 2, 18.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui peut être résolu ou réfuté.
Étymologie: adj. verb. de λύω.