μαθητέος: Difference between revisions
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μᾰθητέος''': -α, -ον, ῥήμ. ἐπίθ. τοῦ [[μανθάνω]], ὃν πρέπει τις νὰ μάθῃ ἢ ἐννοήσῃ, Ἡρόδ. 7. 16. 3. II. μαθητέον, πρέπει τις νὰ μάθῃ, Ἀριστοφ. Σφ. 1262, Πλάτ. Νόμ. 818D· τι [[παρά]] τινος Ξεν. Ἀπομνημ. 2. 1, 28. | |lstext='''μᾰθητέος''': -α, -ον, ῥήμ. ἐπίθ. τοῦ [[μανθάνω]], ὃν πρέπει τις νὰ μάθῃ ἢ ἐννοήσῃ, Ἡρόδ. 7. 16. 3. II. μαθητέον, πρέπει τις νὰ μάθῃ, Ἀριστοφ. Σφ. 1262, Πλάτ. Νόμ. 818D· τι [[παρά]] τινος Ξεν. Ἀπομνημ. 2. 1, 28. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[μανθάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον,
A to be learnt, Pl.Lg.822c. II μαθητέον, one must learn, Hdt.7.16. γ', Ar.V.1262, Pl.Lg.818d; τέχνας παρά τινος X. Mem.2.1.28.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰθητέος: -α, -ον, ῥήμ. ἐπίθ. τοῦ μανθάνω, ὃν πρέπει τις νὰ μάθῃ ἢ ἐννοήσῃ, Ἡρόδ. 7. 16. 3. II. μαθητέον, πρέπει τις νὰ μάθῃ, Ἀριστοφ. Σφ. 1262, Πλάτ. Νόμ. 818D· τι παρά τινος Ξεν. Ἀπομνημ. 2. 1, 28.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de μανθάνω.