μαστίχη: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαστίχη''': [ῐ], ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς: μαστίχα, παράγεται δὲ ἐκ τοῦ σχίνου, Λατ. lentiscus, μ. τρώγειν Κωμ. Ἀνών. 37, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 9., 9. 1, 2, Διοσκ. 1. 51.
|lstext='''μαστίχη''': [ῐ], ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς: μαστίχα, παράγεται δὲ ἐκ τοῦ σχίνου, Λατ. lentiscus, μ. τρώγειν Κωμ. Ἀνών. 37, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 9., 9. 1, 2, Διοσκ. 1. 51.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />mastic, gomme à mâcher du lentisque.<br />'''Étymologie:''' [[μάσταξ]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστῐχη Medium diacritics: μαστίχη Low diacritics: μαστίχη Capitals: ΜΑΣΤΙΧΗ
Transliteration A: mastíchē Transliteration B: mastichē Transliteration C: mastichi Beta Code: masti/xh

English (LSJ)

ἡ,

   A mastich, μ. τρώγειν Com.Adesp.338; obtained from σχῖνος, mastich, Pistacia Lentiscus, or from ἰξίνη, pine-thistle, Atractylis gummifera, Thphr.HP9.1.2, cf. Dsc.1.70; the latter distd. as ἡ ἀκανθική Thphr.HP6.4.9; used as a cosmetic, Luc.Ind.23, Alex. 21.

Greek (Liddell-Scott)

μαστίχη: [ῐ], ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς: μαστίχα, παράγεται δὲ ἐκ τοῦ σχίνου, Λατ. lentiscus, μ. τρώγειν Κωμ. Ἀνών. 37, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 9., 9. 1, 2, Διοσκ. 1. 51.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
mastic, gomme à mâcher du lentisque.
Étymologie: μάσταξ.