Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μαστίω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
(6_20)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαστίω''': ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[μαστίζω]], μάστιε νῦν Ἰλ. Ν. 622, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 466. ― Μέσ., οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία [[ἀμφοτέρωθεν]] μαστίεται, ἐπὶ λέοντος ἑτοιμαζομένου πρὸς ἐπίθεσιν, τῇ οὐρᾷ μαστίζει ἑαυτὸν κατὰ τὰς πλευρὰς καὶ τὰ ἰσχία [[ἀμφοτέρωθεν]], Ἰλ. Υ. 171.
|lstext='''μαστίω''': ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[μαστίζω]], μάστιε νῦν Ἰλ. Ν. 622, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 466. ― Μέσ., οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία [[ἀμφοτέρωθεν]] μαστίεται, ἐπὶ λέοντος ἑτοιμαζομένου πρὸς ἐπίθεσιν, τῇ οὐρᾷ μαστίζει ἑαυτὸν κατὰ τὰς πλευρὰς καὶ τὰ ἰσχία [[ἀμφοτέρωθεν]], Ἰλ. Υ. 171.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. impér. 2ᵉ sg.</i> μάστιε <i>et impf. 3ᵉ sg.</i> ἐμάστιε;<br />fouetter;<br /><i><b>Moy.</b></i> μαστίομαι <i>(seul. prés.)</i> se fouetter (avec sa queue, <i>en parl. d’un lion</i>).<br />'''Étymologie:''' [[μάστις]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστίω Medium diacritics: μαστίω Low diacritics: μαστίω Capitals: ΜΑΣΤΙΩ
Transliteration A: mastíō Transliteration B: mastiō Transliteration C: mastio Beta Code: masti/w

English (LSJ)

[ῐ], poet. form of μαστίζω in pres. and impf.,

   A whip, scourge, μάστιε νῦν Il.17.622, cf. Hes.Sc.466, Pancrat.Oxy.1085.15, Nonn.D. 1.179, al.:—Med., οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία ἀμφοτέρωθεν μαστίεται Il.20.171.

Greek (Liddell-Scott)

μαστίω: ποιητ. τύπος τοῦ μαστίζω, μάστιε νῦν Ἰλ. Ν. 622, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 466. ― Μέσ., οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία ἀμφοτέρωθεν μαστίεται, ἐπὶ λέοντος ἑτοιμαζομένου πρὸς ἐπίθεσιν, τῇ οὐρᾷ μαστίζει ἑαυτὸν κατὰ τὰς πλευρὰς καὶ τὰ ἰσχία ἀμφοτέρωθεν, Ἰλ. Υ. 171.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. impér. 2ᵉ sg. μάστιε et impf. 3ᵉ sg. ἐμάστιε;
fouetter;
Moy. μαστίομαι (seul. prés.) se fouetter (avec sa queue, en parl. d’un lion).
Étymologie: μάστις.