μετακύμιος: Difference between revisions

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετακύμιος''': -ον, ([[κῦμα]]) ὁ μεταξὺ τῶν κυμάτων, εἰ γὰρ [[μετακύμιος]] ἄτας, ὦ [[Παιάν]], φανείης, [[εἴθε]], ὦ [[Παιάν]], νὰ φανῇς σωτὴρ μεταξὺ δύο κυμάτων ἀθλιότητος, δηλ. νὰ ἐπενέγκῃς μικρὰν ἀνακούφισιν ἢ ἀνάπαυλαν τῶν δυστυχημάτων, Εὐρ. Ἄλκ. 91· - τὸ μετακύμιον, τὸ μεταξὺ τῶν κυμάτων [[διάστημα]], Ἡσύχ.· ἡ μετακυμία Νουμήν. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπαρ. 543C.
|lstext='''μετακύμιος''': -ον, ([[κῦμα]]) ὁ μεταξὺ τῶν κυμάτων, εἰ γὰρ [[μετακύμιος]] ἄτας, ὦ [[Παιάν]], φανείης, [[εἴθε]], ὦ [[Παιάν]], νὰ φανῇς σωτὴρ μεταξὺ δύο κυμάτων ἀθλιότητος, δηλ. νὰ ἐπενέγκῃς μικρὰν ἀνακούφισιν ἢ ἀνάπαυλαν τῶν δυστυχημάτων, Εὐρ. Ἄλκ. 91· - τὸ μετακύμιον, τὸ μεταξὺ τῶν κυμάτων [[διάστημα]], Ἡσύχ.· ἡ μετακυμία Νουμήν. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπαρ. 543C.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui sépare <i>ou</i> écarte les vagues.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[κῦμα]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακύμιος Medium diacritics: μετακύμιος Low diacritics: μετακύμιος Capitals: ΜΕΤΑΚΥΜΙΟΣ
Transliteration A: metakýmios Transliteration B: metakymios Transliteration C: metakymios Beta Code: metaku/mios

English (LSJ)

[ῡ], ον, (κῦμα)

   A between the waves, μ. ἄτας between two waves of misery, i. e. bringing a short lull or pause from misery, E. Alc.91 (lyr.); τὸ μ. space between the waves, Numen. ap. Eus.PE11.22 (pl.), cf. Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μετακύμιος: -ον, (κῦμα) ὁ μεταξὺ τῶν κυμάτων, εἰ γὰρ μετακύμιος ἄτας, ὦ Παιάν, φανείης, εἴθε, ὦ Παιάν, νὰ φανῇς σωτὴρ μεταξὺ δύο κυμάτων ἀθλιότητος, δηλ. νὰ ἐπενέγκῃς μικρὰν ἀνακούφισιν ἢ ἀνάπαυλαν τῶν δυστυχημάτων, Εὐρ. Ἄλκ. 91· - τὸ μετακύμιον, τὸ μεταξὺ τῶν κυμάτων διάστημα, Ἡσύχ.· ἡ μετακυμία Νουμήν. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπαρ. 543C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sépare ou écarte les vagues.
Étymologie: μετά, κῦμα.