μεταμίγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
(6_20)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταμίγνυμι''': προσθέτω τι εἰς [[ἄλλο]], ἀναμιγνύω αὐτὸ μὲ τὸ [[ἄλλο]], [τὰ σὰ κτήματα] τοῖσιν Ὀδυσσῆος μεταμίξομεν Ὀδ. Χ. 221.
|lstext='''μεταμίγνυμι''': προσθέτω τι εἰς [[ἄλλο]], ἀναμιγνύω αὐτὸ μὲ τὸ [[ἄλλο]], [τὰ σὰ κτήματα] τοῖσιν Ὀδυσσῆος μεταμίξομεν Ὀδ. Χ. 221.
}}
{{bailly
|btext=mélanger avec : τινί [[τι]] mêler une chose avec une autre.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[μίγνυμι]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 150] (s. μίγνυμι), dazwischen, darunter mischen, τινί τι, z. B. κτήμαθ', ὁπόσσα τοι ἔστι, τοῖσιν Ὀδυσσῆος μεταμίξομεν, Od. 22, 221.

Greek (Liddell-Scott)

μεταμίγνυμι: προσθέτω τι εἰς ἄλλο, ἀναμιγνύω αὐτὸ μὲ τὸ ἄλλο, [τὰ σὰ κτήματα] τοῖσιν Ὀδυσσῆος μεταμίξομεν Ὀδ. Χ. 221.

French (Bailly abrégé)

mélanger avec : τινί τι mêler une chose avec une autre.
Étymologie: μετά, μίγνυμι.